ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ omologiasprovoles.blogspot.com

ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ omologiasprovoles.blogspot.com
ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ omologiasprovoles.blogspot.com

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ; ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝ.. ΚΑΙ Η ΑΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΟΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΥΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ.. ΚΑΙ ΤΟΤΕ.. ΚΑΙ ΝΥΝ.. ΚΑΙ ;...


                  ο Ορθοδοξος Ελλην 

        αρθρο απο το Βημα Ορθοδοξιας

               Άγιος Μάξιμος ο Γραικός 


του Μητροπολίτη Μαρωνείας & Κομοτηνής κ. Παντελεήμων
Ο Άγιος Μάξιμος, σπουδαία προσωπικότητα του 16ου αιώνα, έμεινε στην ιστορία με την προσωνυμία «Γραικός», δηλαδή «Έλληνας». Είναι ο Έλληνας φωτιστής των Ρώσσων που ανακηρύχθηκε άγιος τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988.



Ήδη, όμως, από τα μέσα του 16ου αιώνα είχαν αρχίσει να συντάσσονται βίοι του Οσίου Μαξίμου του Γραικού και διηγήσεις για τα θαύματά του και από το τέλος του 17ου αιώνα το όνομά του να αναγράφεται στα αγιολόγια των ετησίων ρωσικών ημερολογίων, να αγιογραφούνται οι πρώτες εικόνες του και να γράφονται τροπάρια προς τιμήν του.

Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης και γεννήθηκε στην Άρτα γύρω στο 1480. Έκανε λαμπρές σπουδές στην Ιταλία, όπου σπούδασε τα θύραθεν και τα εκκλησιαστικά γράμματα, αλλά φαίνεται ότι το ουμανιστικό πνεύμα που μεσουρανούσε τότε στην αναγεννησιακή Δύση δεν ανάπαυε την ψυχή του. Έτσι, αναζητώντας τη λύση στο πνευματικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει στρέφεται προς την ακραιφνή Ορθοδοξία και τον Αγιορειτικό μοναχισμό. Μεταβαίνει στη Μονή Βατοπεδίου και γίνεται μοναχός. Αντί λοιπόν να αναλάβει καθηγητική έδρα στη Δύση, έρχεται στον Άθω και εγκαταβιώνει ως απλός μοναχός χωρίς να λάβει κάποιο αξίωμα. Λέει ο ίδιος σε ένα έργο του «συ, λοιπόν, γνωρίζεις, Δέσποτα, ότι από τη νεότητά μου την αγάπησα και την αγαπώ (=την ορθόδοξη χριστιανική πίστη) με όλη την ψυχή και δεν αστόχησα του ποθουμένου, κατά την πολλή δε φιλανθρωπία και αγαθότητα αξιώθηκα από αυτήν να συμπεριληφθώ στον θεοφιλή μοναχικό σύλλογο».

Και εκεί, όμως, δεν επρόκειτο να ησυχάσει. Όταν o ηγεμόνας της Ρωσίας ζήτησε έναν λόγιο μοναχό για να μεταφράσει τα λειτουργικά βιβλία και τα κείμενα των Πατέρων από τα ελληνικά στα ρωσικά, ο Άγιος Μάξιμος στέλνεται στη Ρωσία για να έπιτελέσει το σοβαρό αυτό εγχείρημα, παρόλο που ο ίδιος δεν γνώριζε τότε ρωσικά. Τον υποδέχτηκε ο ηγεμόνας Βασίλειος Ιβάνοβιτς και ο Μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ, ενώ τη συντήρησή του ανέλαβε το ηγεμονικό ταμείο. Έτσι, ο Άγιος Μάξιμος εισέρχεται στην κατάκλειστη μέχρι τότε ηγεμονική βιβλιοθήκη, πλουσιώτατη σε ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα, αναλαμβάνει την τακτοποίησή της και επιδίδεται σε συστηματική μελέτη του «κεκλεισμένου θησαυρού». Του ανατέθηκε τότε το έργο της μετάδοσης της ιεράς ελληνικής σοφίας στον βυθισμένο στην άγνοια και την αμάθεια ρωσικό λαό. Εργαζόμενος πυρετωδώς ο άγιος, ξεκινάει την μετάφραση του πιο διαδεδομένου ιερού βιβλίου στη Ρωσία, του Ψαλτηρίου, που συνοδευόταν από την ερμηνεία του. Ο ίδιος μετέφραζε το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο στα λατινικά και από τα λατινικά οι συνεργάτες του μετέφεραν το κείμενο στην σλαβωνική. Το έργο αυτό επιτελέστηκε με τόση επιμέλεια και ευσυνειδησία από τον Άγιο Μάξιμο και τους συνεργάτες του, ώστε εγκρίθηκε μετ’ επαίνων από τη Σύνοδο των Ρώσων ιεραρχών, καθώς ονομάστηκε «πηγή ευσεβείας», και έλαβε από τον ηγεμόνα πλουσιοπάροχη αμοιβή. Ο ίδιος, όμως, αδιαφορώντας για τα υλικά αγαθά, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στη μονή της μετανοίας του, στο απάνεμο λιμάνι του Βατοπεδίου.

Δυστυχώς οι παρακλήσεις του δεν εισακούσθησαν και του ζητήθηκε, αφού στο μεταξύ είχε μάθει και τη γλώσσα, να συνεχίσει το διαφωτιστικό του έργο μέσω των μεταφράσεων. Ο Άγιος Μάξιμος το επόμενο διάστημα δεν ασχολήθηκε μόνο με μεταφράσεις από τα ελληνικά, αλλά και με τη συγγραφή πλήθους πρωτότυπων έργων στη ρωσική.

Το διάστημα που σχετίζεται με τη διαφωτιστική δράση του Αγίου Μαξίμου στη Ρωσία, ήταν μια εποχή που οι καρποί της πίστης ήταν πολύ πτωχοί για τον ρωσικό λαό, καθώς αυτός, λόγω της ελλείψεως παιδείας και διανοητικής αναπτύξεως, ήταν ολότελα παραδομένος στις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις. Δεν άργησαν, λοιπόν, να στραφούν εναντίον του Αγίου Μαξίμου και της διδασκαλίας του, ίδιαίτερα όταν άρχισε να ασκεί κριτική στις συνήθειες του λαού, την σκληρότητα και την αδικία των ισχυρών και την ηθική κατάπτωση του κλήρου. Άρχισαν να βλέπουν με δυσπιστία τις μεταφράσεις του, να ερεθίζονται από τις επιπλήξεις του και ο ίδιος να χάνει τους ισχυρούς προστάτες του. Ο Άγιος Μάξιμος καταδικάστηκε ως αιρετικός και αμετανόητα αμαρτωλός και αρχικά κλείστηκε στη Μονή Βολοκολάμσκ της Μόσχας και στη συνέχεια στη Μονή Ότροτς της Τρέρης. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια έμεινε ο άγιος γέροντας φυλακισμένος και, όταν κάποτε παρακάλεσε τον Μητροπολίτη Μόσχας να τον λυτρώσει από τα βάσανά του, εκείνος του απάντησε «ασπαζόμεθα τα δεσμά σου ως ενός των αγίων, αλλά τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε προς ανακούφισίν σου». Όταν τελικά ο άγιος ελευθερώθηκε, είχε ειρηνική υποδοχή στη Μόσχα και με τιμές εισήλθε στη Μονή του Αγίου Σεργίου. Εκεί ακόμη και ο ίδιος ο τσάρος τον επισκέφθηκε και άκουσε ταπεινά τις συμβουλές του.

Στις 21 Ιανουαρίου 1556, ο Άγιος Μάξιμος αναπαύθηκε, αφού τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε με κόπους και βάσανα για την ωφέλεια της Ρωσικής Εκκλησίας. Έπρεπε τέσσερις ολόκληροι αιώνες να περάσουν ώσπου τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου του Γραικού να μεταφερθούν στη μονή της μετανοίας του, στο Άγιον Όρος, «το ικετήριον υπέρ όλης της οικουμένης», όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.

Ο Άγιος Μάξιμος άφησε πίσω του πολλούς μαθητές για να συνεχίσουν το έργο του, αλλά και το τεράστιο συγγραφικό του έργο, γραμμένο στα ρωσικά και σε μικρό μόνο μέρος στα ελληνικά. Ο Μάξιμος ο Γραικός σπούδασε την φιλοσοφία και δεν διστάζει να την παραβάλει με το άγονο κυπαρίσσι, ενώ παρομοιάζει την χριστιανική πίστη με την χαμηλή συκιά που παράγει γλυκύτατους καρπούς.

Δύο πράγματα δεν ξέχασε ο άγιος, ότι ήταν Έλληνας και Αγιορείτης. Ως Άγιος Μάξιμος ο Γραικός είναι μέχρι σήμερα γνωστός από τους Ρώσους και πάντα στο Άγιον Όρος ζητούσε από τους ηγεμόνες της Ρωσίας να τον αφήσουν να αναπαυθεί. Με το μεταφραστικό, συγγραφικό και διδακτικό του έργο αναδείχτηκε σε πρώτου μεγάθους πνευματικός διδάσκαλος και αναμορφωτής, όχι μόνο της Ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και της Ρωσικής κοινωνίας.

Την ουσιαστική προσφορά του Αγίου Μαξίμου στον Ρωσικό λαό περικλείουν τα λόγια του Ρώσου Βασιανού «μόνον τώρα διά του Μαξίμου εγνωρίσαμε τον Θεόν», γι’ αυτό άλλωστε έμεινε στην ιστορία ως «ο φωτιστής των Ρώσων». Δυστυχώς, μόνο λίγοι σύγχρονοί του μπόρεσαν να εκτιμήσουν την αξία του. Για τους μεγάλους κόπους του του πρόσφεραν σκληρούς διωγμούς και μακροχρόνιες φυλακίσεις. Αύτή είναι φαίνεται η μοίρα των μεγάλων ανδρών, όπως και η Νεότερη Ελληνική Ιστορία μας διδάσκει.

απο τα "Αγιορειτικα"

«Εἶδον ἀσυνετούντας», λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «καὶ ἐξετηκόμην». Γιατί; «Ὅτι τὰ λόγιά σου», δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς λόγους σου, «οὐκ ἐφυλάξαντο» . Καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, διδάσκοντάς μας νὰ εἴμαστε ζηλωτὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀλήθεια φανερὰ χωρὶς δισταγμό, ψάλλει πρὸς τὸν Κύριο: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» . Καὶ πάλι λέγει: «Ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου» . Γι’ αὐτὸ ἃς μὴ μὲ κατηγορήσει κανείς, διότι καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο δίδαγμα, γράφω μὲ θάρρος καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ὁμιλῶ γιὰ νὰ στηλιτεύσω ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου πού ἀτακτοῦν, ζοῦν καὶ σκέπτονται ἀντιθέτως πρὸς τὶς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στὸν Θεό.
Μολονότι καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀτακτῶ καὶ ἁμαρτάνω σὲ πολλά, θεωρῶ ὄχι μόνο χρέος μου νὰ διορθώσω τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καὶ νὰ νουθετήσω τοὺς ἀδελφούς μου σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία καὶ νὰ τοὺς διδάξω νὰ πορεύονται, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή τους, ἀπὸ τὸν στενὸ καὶ γεμάτο θλίψεις δρόμο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἄνετο καὶ πλατὺ. Σὲ τί συνίσταται ὁ στενόχωρος καὶ πικρὸς δρόμος πού ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ μᾶς τὸ ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ λίγα λόγια, ὅταν εἶπε: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἐαυτόν», δηλαδὴ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κάθε κακὴ καὶ αἰσχρὴ συνήθεια, πού καλλιέργησε μέσα του. Αὐτὲς εἶναι ἡ λαιμαργία, ἡ πολυφαγία, ἡ οἰνοποσία, ἡ πλεονεξία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀπληστία, ἡ αἰσχροκέρδεια, ὁ δόλος, ἡ πονηρία, ὁ φθόνος, τὸ μίσος, τὸ ψεῦδος καὶ τὰ παρόμοια. Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἐντελῶς καὶ νὰ μὴν ἐπανέλθουμε ποτὲ σὲ αὐτές, ἂν ἐπιθυμοῦμε πράγματι νὰ ἀποφύγουμε τὰ αἰώνια μαρτύρια, στὰ ὁποῖα καταδικάζονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ παραβαίνουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων.
Ἐν συνεχεία λέγει: «Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ», πού σημαίνει τὴν πλήρη νέκρωση τῶν μελῶν τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεων, διὰ τῶν ὁποίων εἰσέρχεται ἀνεπαίσθητα στὴν ψυχὴ ὁ θάνατος, ὅπως διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ὅταν ἀπολαμβάνουμε βλέποντας τὴν γυναικεία ὀμορφιὰ ὁπότε συνειδητὰ ἐκτελοῦμε στὴν καρδιὰ μας τὴν ἀνίερη πράξη, ὅπως ὁρίζει ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πού λέγει: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ» . Φυλάξου νὰ μὴν ἐπαναλάβεις αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ὅπως προσεύχεται ὁ θεῖος ψαλμωδὸς λέγοντας: «Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα» . Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν ἀκοή μας, ὅταν μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση ἀκοῦμε ἀκόλαστα τραγούδια καὶ παραπλανητικὲς διηγήσεις, καθὼς καὶ ὅταν ἀκοῦμε μὲ πλήρη προσοχὴ αὐτὸν πού συκοφαντεῖ τὸν πλησίον του καὶ δὲν τὸν ἀπομακρύνουμε, ὅπως διδάσκει ὁ ἐνάρετος λόγος τοῦ προφήτη: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» . Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν γλώσσα μας, ὅταν ψευδόμαστε συνειδητά, ὅταν συκοφαντοῦμε μὲ σατανικὸ μίσος τὸν συνάνθρωπό μας, ὅταν ἄλλο λέμε καὶ ὑποσχόμαστε μὲ τὰ λόγια καὶ ἄλλο κρύβουμε στὴν καρδιά μας, χωρὶς νὰ φοβόμαστε καθόλου τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς στηλιτεύει σκληρὰ λέγοντας: «Τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητα· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον» .
Ὁμοίως ἁμαρτάνουμε καὶ μὲ τὶς ἄλλες τρεῖς αἰσθήσεις μας –τὴν ὄσφρηση, τὴν ἁφὴ καὶ τὴν γεύση– νεκρώνοντας τὶς ψυχὲς μας λόγω τῆς μεγάλης ἀπροσεξίας καὶ ἀνοησίας μας. Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς μας εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ μας μέσω ὅλων αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἱερεῖς, πού φέρνουν τὰ ἅγια Μυστήρια, μᾶς προτρέπουν καθημερινὰ λέγοντας: «Τὰς θύρας, τὰς θύρας, ἐν σοφία πρόσχωμεν», δηλαδή, παριστάμενοι στὴν Θεία Λειτουργία, νὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτὸ μας ἁγνὸ ἀπὸ τὸ ἄσωτο βλέμμα, τὴν συκοφαντία τῶν ἀδελφῶν, τὴν κακολογία, τὴν κενολογία, ἀπὸ τὸ ἄτακτο γέλιο καὶ τὸ κάθε ψεῦδος. Ἂν φυλάξουμε τὸν ἑαυτὸ μας ἁγνὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, τότε ἀληθινὰ καὶ μὲ φόβο Θεοῦ θὰ παρασταθοῦμε στὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ δὲν θὰ ψευδόμαστε, ἀπαντώντας στὴν πρόσκληση τοῦ ἱερέος λέγοντας: «ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως», ὑποσχόμενοι ἔτσι νὰ ἐλεοῦμε τὸν καθένα πού ἔχει ἀνάγκη καὶ ζητάει βοήθεια καὶ ἔχει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, ἀφοῦ ἔχει ἀποφύγει κάθε φιλονικία καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκτελεῖ τὴν ἀληθινὴ θυσία τῆς δόξας σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους: «Θύσον τῷ Θεῶ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστω τὰς εὐχᾶς σου» καὶ «Θυσία αἰνέσεως δοξάσει μέ, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ἡ δείξω αὐτῶ τὸ σωτήριόν μου» .
Ἂν ὅμως δὲν ἀποκτήσουμε αὐτὴν τὴν διάθεση καὶ δὲν στολίσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ χαρίσματα, τότε θὰ φανεῖ ὅτι ἄδικα καὶ μάταια κάναμε τὶς προσπάθειές μας καὶ ὅτι περιβάλαμε μὲ πολύχρωμα μεταξωτὰ ὑφάσματα τὸ μεγάλο σχῆμα. Μὴ στολίζεις ὅμως μὲ φανταχτερὰ ὑφάσματα τὸ ἐξωτερικὸ κουκούλι, πού θὰ φθαρεῖ στὸν τάφο, ἐπειδὴ μὲ παρόμοια ψεύτικα στολίδια δὲν εὐαρεστεῖται ὁ φοβερὸς καὶ ἀδέκαστος Κριτής. Ἀντιθέτως στόλισε τὸ νοερὸ κουκούλι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὸ σημαντικότερο μέρος τῆς ψυχῆς, τὸν νοῦ, πλούτισέ το μὲ τὰ διδάγματα ἀπὸ τὶς θεόπνευστες Γραφές, μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ μὲ τὶς θεάρεστες ἀγρυπνίες. Διατήρησε τὸν πάντοτε χωρὶς διάχυση, ἀλλὰ συγκεντρωμένο, ὑπενθυμίζοντάς του τὴν σοφὴ νουθεσία πού λέγει: «Προωρώμην τὸν Κύριον διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστιν, ἴνα μὴ σαλευθῶ» . Ἐπειδὴ ὁ νοῦς, πού δὲν προστατεύεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸ ἀτίθασο ἄλογο ἡ ἀπὸ τὸ καλάμι πού σείεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Στήριξε τὴν καρδιά σου στὸν Κύριο μὲ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν Του, πού ἐκφράζουν τὸν γνήσιο φόβο τοῦ Κυρίου. Ὅταν αὐτὸς ὁ φόβος ὑπάρχει μέσα σου, τότε ἡ ψυχή σου θὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν πνευματικὴ ἀρετὴ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν διαύγεια τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χαρίσματα «ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν κυρίω, ὑψωθεῖ κέρας μου ἐν Θεῶ μου» , δηλαδὴ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς σου, ἀπορρίπτοντας κάθε φοβία, θὰ ἐνδυθεῖ τὴν θεία ἀνδρεία καὶ τὸ ἄφοβο θάρρος. Καὶ «ἐπλατύνθη τὸ στόμα» σου, δηλαδὴ μὲ μεγάλο θάρρος, μὲ μεγαλύτερο νοῦ καὶ σοφία θὰ μπορέσεις νὰ ἀντιλέγεις καὶ νὰ ἀντιστέκεσαι στὶς ἀκάθαρτες σκέψεις, τὶς ὁποῖες σπέρνουν μέσα σου τὰ πονηρὰ δαιμόνια πού σὲ πολεμοῦν, χωρὶς νὰ τοὺς ἀφήσεις καμμιὰ πρόσβαση στὴν καρδιά σου.
Τότε θὰ χαρεῖς τὸν Θεὸ καὶ Σωτήρα σου, δηλαδὴ μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀγαθοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ μὲ τὰ ἔργα σου θὰ λάβεις ἀπὸ τὸν μεγάλο Ἀθλοθέτη τὴν αἰώνια χαρά, σύμφωνα μὲ τὸ ρητό: «Μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ, τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τα ἐν αὐτοῖς· τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰώνα» . Ἐὰν ζοῦν σὲ αὐτὴν τὴν σύντομη ζωὴ μὲ διαφόρους ἀγῶνες καὶ ἔργα, μὲ πνευματικὰ δάκρυα γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, κατὰ τὴν ἐν δόξη ἔλευση τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος τους θὰ βρεθοῦν σὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, γιὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ τὴν πρέπουσα δικαίωση γιὰ τὰ ἔργα τους, δηλαδὴ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀρρήτων ἀγαθῶν στὴν αἰώνια ζωή.
Τὰ ἴδια ἔργα καὶ τοὺς ἰδίους ἀγῶνες θὰ πράξουμε καὶ ἐμεῖς γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι θὰ στολίσουμε μὲ αὐτὲς τὶς ἀξιέπαινες ἀρετὲς τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ νοερὸ κουκούλι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μὲ μεταξωτὰ πολύχρωμα ὑφάσματα, τὸ κουκούλι πού σκεπάζει τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ φθείρεται στὸν τάφο. Αὐτὸς ὁ στολισμὸς ἀποτελεῖ γνώρισμα τῆς ψυχῆς, πού δὲν ἔχει γνωρίσει τὰ θεία πράγματα καὶ ἔνδειξη τοῦ νηπιακοῦ νοῦ. Ἃς πάψουμε λοιπὸν νὰ εἴμαστε νήπια καὶ ἃς ἀρχίσουμε νὰ ὑπακούουμε τὸν θεῖο Ἀπόστολο, πού μᾶς προτρέπει: «Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τὴ κακία νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶν τέλειοι γίνεσθε» . Καὶ σὲ προηγούμενο χωρίο ὁ ἴδιος λέγει: «Ὄτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὄτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου» . Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἀφοῦ ἀρνηθήκαμε ἑκούσια κάθε ματαιότητα καὶ κάθε ἀταξία τῆς κοσμικῆς ζωῆς καὶ ἀγαπήσαμε τὴν ἁγία μοναχικὴ ζωή, πού τελειοποιεῖ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἃς γίνουμε σοφότεροι μὲ τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ ὁμοιάσουμε ὄχι σὲ ἐκεῖνον πού ἔκτισε τὸν οἶκο του στὴν ἄμμο, ἀλλὰ σὲ αὐτὸν ποῦ τὸν θεμελίωσε στὴν πέτρα . Ὡς πέτρα ἐννοοῦμε τὴν τήρηση, μὲ λόγια καὶ ἔργα, τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν πού δημιουργοῦν καὶ στερεώνουν τὸν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο, ἐνῶ ὡς οἰκοδομῆ στὴν ἄμμο τό νὰ ἀρκεῖται κανεὶς μόνο στὴν πίστη καὶ στὴν βάπτιση καὶ νὰ μὴν νοιάζεται καθόλου γιὰ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Γι’ αὐτὸ ὁ ναὸς του καταστρέφεται πανεύκολα· «οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχη, νεκρά ἐστι καθ’ ἐαυτήν» , ὅπως ἔχει γραφεῖ. Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ καὶ τὸ ρητό: «Τὶς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος καὶ φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῶ τὸ σιτομέτριον;» .
Ἃς γνωρίζουμε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ τελεία αὐτὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πού εὐχαριστεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ σοφοὺς δούλους, ἀναφέρεται σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ ἀποτελώντας τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, διοικοῦν καλὰ καὶ θεάρεστά το ποίμνιο τῶν λογικῶν προβάτων. Ἐπίσης θεωρεῖ κολασμένους αὐτοὺς πού τὸ ποιμαίνουν κακῶς καὶ μὲ ἀμέλεια καὶ τὸ βασανίζουν χωρὶς ἔλεος μὲ διαφόρους βαρεῖς φόρους καὶ συνεχεῖς δουλειές. Διακρίνει λοιπὸν ὅλους αὐτούς, καὶ ὅσους ἀνήκουν στὸ ἄλλο μέρος τοὺς βλέπει ὡς ἀπίστους καὶ τοὺς παραδίδει σὲ ἀτελείωτα βάσανα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ σκεπτόμαστε πάντοτε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γνωρίζοντας ὅτι, ἂν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στὸν φοβερὸ Κριτή, ἂν δηλαδὴ στολίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ κάθε ἁγνότητα, ὁσιότητα, σωφροσύνη, εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τηροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας καθαρὸ ἀπὸ κάθε μίασμα τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος γιὰ τὸν οὐράνιο Νυμφίο, τότε θὰ ἀκούσουμε ὁπωσδήποτε καὶ ἐμεῖς τὸν ἀγαθὸ Κύριο νὰ λέγει: «Εὖ, δοῦλε, ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» . Ἂν ὅμως ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος δὲν στολιστεῖ μὲ αὐτὲς τὶς ἀρετές, τότε θὰ σιωπήσω σχετικὰ μὲ τὶς συνέπειες, ἐνῶ ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια θὰ μιλήσει χωρὶς δισταγμό: «Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» . Ἃς μᾶς σώσει ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταδίκη. Ἀμήν.

Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

ομοια

Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἡ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυίδ, ὁ τοῦ Θεοῦ προπάτορας, λέγει: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως· τὰς εὐχᾶς μου τῷ Κυρίω ἀποδώσω ἐναντίον παντός του λαοῦ αὐτοῦ»[3]. Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν: «Ἀγαθόν τό μὴ εὔξασθαί σε ἥ τό εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»[4]. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει ἔμπρακτα νὰ ἐκτελοῦμε τὰ τάματα, πού ὑποσχόμαστε στὸν Θεό. Φοβούμενος τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἠσαύ, ὁ Ἰακὼβ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὸν Θεὸ τὴν δεκάτη ἀπὸ ὅλα τα ὑπάρχοντά του, ἂν ὁ Κύριος τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαὺ[5] καί, ἀφοῦ σώθηκε, ἐκτέλεσε ἔμπρακτά το τάμα τοῦ[6]. Ἀκόμη καὶ τὸν Λευΐ, τὸν υἱό του, πού ὑπῆρξε δέκατος, τὸν ἔδωσε στὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφιέρωσε, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δι’ αὐτοῦ θυσίασε στὸν Θεὸ στὴν Βηθὴλ[7]. Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων. Ὁ Ἰεφθάε, ὁ δικαστὴς καὶ πολέμαρχος τοῦ Ἰσραήλ, σκοπεύοντας νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς ἀλλοεθνείς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ὑποσχόμενος ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε νὰ νικήσει τοὺς ἀλλοεθνείς, θὰ θυσίαζε αὐτὸν πού θὰ συναντοῦσε πρώτον, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν εἶδε τὴν κόρη του, τὸ μοναχοπαίδι του, νὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει θριαμβευτικὰ τὸν πατέρα της ὡς νικητή, τότε, παρὰ τὴν θέλησή του, μὲ μεγάλη θλίψη τὴν θυσίασε[8].
Ἡ μὴ ἐκπλήρωση τῶν ταμάτων ἔναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι σφάλμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ πού λέγει στὸν Θεὸ προσευχόμενος: «Ἀπολεῖς πάντας τούς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος»[9]. Αὐτὸς δὲ ὁ προφητικὸς ὅρκος πραγματοποιήθηκε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς γυναίκας του Σαπφείρας, πού ἀπέκρυψαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος εἶπε, «Ἀνανία, διατὶ ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις ἀλλὰ τῷ Θεῶ», ὁ Ἀνανίας ἔπεσε κάτω καὶ πέθανε[10].
Πράγματι εἶναι «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[11]. Ἐπίσης ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει ὅτι ἡ παράβαση τῶν ταμάτων δὲν εἶναι ὠφέλιμη, ὅπως γράφει στὴν Α΄ Ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεον: «Νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν θέλουσιν, ἔχουσαι κρίμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν»[12], δηλαδὴ ὅσοι ἀθετοῦν τὸ τάμα τους στὸν Θεὸ νὰ ζοῦν στὴν ἁγνότητα. Ἐπίσης στὴν Α΄ Ἐπιστολὴ Πρὸς Κορινθίους ἀναφερόμενος στοὺς παρθένους ὁρίζει: «Δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναίκα· ἐὰν δὲ καὶ γήμης, οὒχ ἤμαρτες· καὶ ἐὰν γήμη ἡ παρθένος, οὒχ ἤμαρτε· θλίψιν δὲ τὴ σαρκὶ ἔξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι»[13]. Θὰ πέσουν δηλαδὴ σὲ ἀσθένειες, κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους μέχρι τέλους.
Ἔτσι διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ σχετικὰ μὲ τὰ τάματα ποῦ κάνουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν θέλησή μας στὴν περίπτωση κάποιας μεγάλης δυστυχίας ἡ στὴν περίπτωση πού θέλουμε νὰ βροῦμε τὴν σωτηρία, ὑποσχόμενοι ἁγνότητα. Ἀφοῦ δώσουμε τέτοια τάματα, πρέπει νὰ φερόμαστε σύμφωνα μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν λόγο: «Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου». Ἀλλὰ καὶ «τὰ ἑκούσια του στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξον μὲ»[14]. Ἀκόμα καὶ ἂν κάποια ἡμέρα, ἡ ὁποία εἶναι ἑορτὴ τοῦ Κυρίου ἡ κάποιου μεγάλου Ἁγίου, καταλύεται τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων, ἃς μὴν ὑπερβάλλουμε οὔτε στὸ φαγητό, οὔτε στὸ κρασί, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες πού ἀγνοοῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἃς τηροῦμε αὐστηρὰ τὴν ἐντολὴ πού λέγει: «Προσέχετε δὲ ἐαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἳ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῖς»[15].
Εἶναι ὅμως ἀξιοθρήνητο αὐτὸ πού κάνουν ἀνόητα μερικοί, ὅταν τὴν Δευτέρα δὲν καταλύουν τὸ κρέας, λὲς καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς φέρει τὴν μεγάλη σωτηρία, ἐνῶ ὅλες τὶς ἄλλες μέρες πίνουν κρασί, ψάχνουν γιὰ παρέες καὶ διασκεδάσεις, μεθοῦν καὶ παραφρονοῦν μὲ κάθε τρόπο, καὶ μερικὲς φορὲς ἀποχωροῦν ἀφοῦ προηγηθεῖ κάποια συμπλοκή. Θὰ ἔλεγε κανεὶς σὲ αὐτοὺς νὰ ἀποφεύγουν τελείως τὴν οἰνοποσία, ἰδιαίτερα σὲ τέτοιες ἡμέρες, ἐπειδὴ ἡ ὑπερβολικὴ οἰνοποσία γίνεται αἰτία κάθε κακοῦ. Σὲ αὐτὴν ὀφείλονται καὶ συμπλοκὲς καὶ φιλονικίες καὶ κάθε εἴδους ἀσωτία, πράγματα πού μᾶς βεβηλώνουν. Ἀπὸ τὴν κρεοφαγία ὅμως δὲν προκύπτει τίποτα ἀπὸ αὐτά: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως»[16]. Ἑπομένως, ἂν αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀποφεύγουμε τὸ κρέας ἀπὸ χριστιανικὴ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἰουδαϊκὴ ὑποκρισία, πρέπει νὰ συγκρατηθοῦμε καὶ ἀπὸ τὸ κρασὶ καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε ἀνίερη πράξη, ὑπακούοντας στὸν διδάσκαλο πού λέγει: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνω, ἐν ὢ ἐστιν ἀσωτία»[17]. Καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος διδάσκαλος λέγει: «Σήμερον οἰνοπότης, αὔριον ὑδροπότης»[18]. Καὶ ὅσοι μεθοῦν κάθε ἡμέρα ἀσυγκράτητα ἃς γνωρίζουν ὅτι «οὐ μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι»[19]. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάτι πιὸ ἀπαίσιο ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις τὸν χριστιανό, τὸν μοναχό, τὸν ἱερέα, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ περιμένει τὴν φοβερὴ Κρίση, νὰ περπατάει μεθυσμένος, ὁλοκόκκινος, νὰ κουνιέται ἀπρεπῶς καὶ νὰ κομπορρημονεῖ; Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ αἰσχρὸ καὶ πιὸ ἄτιμο γιὰ τὴν ἄψογη χριστιανικὴ πίστη; Ἀληθῶς, οὐαί, οὐαί! Ἐνῶ πρέπει νὰ εἴμαστε φῶς τοῦ κόσμου[20] καὶ νὰ φωτίζουμε τοὺς ἄλλους, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας μας γινόμαστε σκότος καὶ ἀντικείμενο πειρασμοῦ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες. Αὐτοὶ πού καυχῶνται γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς τους, ἀλλὰ δὲν ζοῦν κατὰ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες της, ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς πιστοὺς παράδειγμα κάθε παραβάσεως καὶ ἀταξίας, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους ἀντικείμενο γέλωτα καὶ ἀποδοκιμασίας.
Γι’ αὐτὸ φοβοῦμαι, μήπως μᾶς ἀφορᾶ αὐτὸ πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἰουδαίους: «Τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι»[21], καθὼς παραβαίνουμε καὶ ἐμεῖς τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μας. Δόξα Αὐτῶ εἰς αἰώνα. Ἀμήν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

ομοια


και ποσο επικαιρο.. αληθεια!!!

«Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πάσι τοῖς ποιούσιν αὐτὴν»[1], λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ ψαλμωδὸς λέγοντας σὲ ἄλλο χωρίο: «Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα»[2], δηλαδὴ θὰ τὶς ἀγαπήσει, θὰ κατευθύνει μὲ ζῆλο τὴν ζωὴ τοῦ σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ θὰ διδάσκεται ἀπὸ αὐτές, ὅπως πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μου ἐστιν»[3]. Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου»[4].
Ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ αὐτοὶ ποῦ ἔχουν ὁδηγὸ τοὺς τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἐκτελοῦν ἔμπρακτα τὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ἀντιθέτως, ὅσοι τὶς παραβαίνουν δὲν ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ, ἀλλὰ μεγάλη ἀνοησία, καὶ ἐπιφέρουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς αἰώνιο ὄλεθρο, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος προφήτης: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν»[5]. Ἐπίσης λέγει: «Ἐξουδένωσας πάντας τους ἀποστατούντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικόν το ἐνθύμημα αὐτῶν»[6].
Ἂν ὅμως ὁ Θεὸς ἐξουδενώνει τοὺς ἀποστατούντας ἀπὸ «τῶν δικαιωμάτων του», τότε εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ καταλήξουν στὴν αἰωνία καταστροφή. Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ θὰ χαθοῦν περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἂν ὄχι ὅσοι μὲ τὴν μεγάλη τους ἀνοησία νομίζουν ὅτι δὲν θὰ καταδικαστοῦν οἱ ἄνομοί το ἴδιο ὅπως καὶ οἱ παλαιότεροι ἀσεβεῖς, οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων, τοὺς ὁποίους ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ κατέστρεψε μαζὶ μὲ τὶς πόλεις τοὺς διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου[7]; Αὐτοὺς ἔχει κάνει παράδειγμα γιὰ ὅσους θὰ θελήσουν ἀργότερα νὰ δείξουν ἀσέβεια, ὅπως αὐτοί, στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν Β΄ Ἐπιστολὴ τοῦ[8].
Γι’ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε κυρίως οἱ χριστιανοί, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν τὴν φοβερὴ ἀπόδειξη τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ σιχαίνονται αὐτὸ τὸ ἀηδιαστικὸ γιὰ τὸν Θεὸ μίασμα, ποῦ περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἀνομίες ἐξοργίζει τὸν Ὕψιστο, ἀλλὰ καὶ νὰ καῖνε μὲ τὸ πῦρ καὶ νὰ ἀναθεματίζουν ὅσους τὸ διαπράττουν καὶ δὲν τὸ θεωροῦν ἔγκλημα. Ὅμως, αὐτὸ τὸ θεομίσητο μίασμα προκαλεῖ τὴν ἀσυγκράτητη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων ὡς καταραμένων ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος λέγει, «καὶ μετὰ ἄρσενος οὐ κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν· βδέλυγμα γὰρ ἐστι»[9], καθὼς καὶ ἐναντίον ἐκείνων ποῦ δὲν τὸ σταματοῦν. Ἐκεῖνοι λοιπὸν δὲν θὰ εἶναι ἄξιοί της χριστιανικῆς εὐλογίας, ἀλλὰ θὰ τὴν χάσουν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου ποῦ λέγει: «Ἐὰν τὶς ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ἡ πόρνος ἡ πλεονέκτης ἡ εἰδωλολάτρης ἡ λοίδορος ἡ μέθυσος ἡ ἅρπαξ, τῷ τοιούτω μηδὲ συνεσθίειν»[10]. Ἂν αὐτὸ τὸ μίασμα δὲν ἦταν τόσο μισητὸ στὸν Θεό, δὲν θὰ ἔκαιγε Αὐτὸς μὲ ἀσυγκράτητη ὀργὴ τὴν πόλη τῶν Σοδομιτῶν καὶ δὲν θὰ μετέτρεπε τὴν γῆ τους σὲ δύσοσμη λίμνη πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ στηλίτευση τῆς βδελυρῆς πράξεώς τους. Πόσο αἰσχρὸ ὑπῆρξε τὸ μίασμα τοῦ ἁμαρτήματος τῶν Σοδόμων τὸ ἔδειξε καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ λέγοντας: «Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τὴ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὃς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰώνας· ἀμήν. Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας· αἳ τὲ γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἐαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες»[11]. Καὶ ἂν σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ ὁ Θεὸς παρέδωσε «τὰς ἐπιθυμίας τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι», εἶναι σαφὲς ὅτι καὶ στὴν μέλλουσα ζωὴ θὰ τὶς φυλακίσει στὰ αἰώνια βάσανα καὶ στὰ ἀβάσταχτα μαρτύρια, μαζὶ μὲ τοὺς παλαιοτέρους συνεργούς τους, τοὺς κατοίκους τῶν Σοδόμων.
Τί ἀκολασία, τί ἀνόητη καὶ πρωτοφανὴς πορνεία! Ἐλᾶτε στὸν ἑαυτό σας, ἀκόλαστοι, καὶ δεῖτε σὲ ποιὰ αἰσχρὴ ἡδονὴ ἔχετε παραδοθεῖ! Ἀπομακρυνθεῖτε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα ἀπὸ αὐτήν, ὅσο ἡ ἄρρητη Χάρη τοῦ Θεοῦ σᾶς δίδει ἀκόμη καιρὸ γιὰ μετάνοια! Παραμένοντας μὲ τὴν θέλησή σας στὴν ἀτιμία, εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν καταλαβαίνετε ὅτι σκάβετε τὸν βόθρο μὲ τὶς ἀκαθαρσίες, παίρνετε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν δύσοσμη κοπριά, τὴν τρῶτε καὶ τὴν καταπίνετε; Τί πρωτοφανὴς ἀναισθησία καὶ ἀσωτία! Τί ἀβάσταχτα μαρτύρια θὰ ὑποστεῖτε! Κάνοντας ὁ ἕνας ἐπάνω στὸ σῶμα τοῦ ἄλλου τόσο βδελυρὴ ἀκολασία, ποῦ δὲν συμβαίνει οὔτε στὰ ἄλογα ζῶα, γίνατε πιὸ ἄλογοι ἀπὸ τὰ πιὸ ἄλογα. Φροντίστε νὰ γνωρίσετε λοιπὸν ἐσεῖς οἱ πιὸ ἀκόλαστοι, ὅτι δημιουργηθήκατε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ[12], προορισμένοι γιὰ καλὲς πράξεις, γιὰ νὰ δοξάζετε τὸν Θεὸ ποῦ σᾶς δημιούργησε, καὶ νὰ δοξαστεῖτε καὶ ἐσεῖς ἀπὸ Αὐτὸν μέσω τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ποῦ σᾶς δίδει Αὐτός. Ἀντιθέτως ἐσεῖς, τυφλώνοντας καὶ παραπλανώντας τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν αἰσχρὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία σας, ὄχι μόνο χάνετε αὐτὸ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχετε τιμηθεῖ, ἀλλὰ γίνεστε πιὸ ἀνόητοι καὶ πιὸ ἄλογοι ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ τολμᾶτε, ἐνώπιόν των πανάγνων ὀφθαλμῶν τοῦ Δημιουργοῦ σας, αὐτὸ τὸ θεομίσητο μίασμα, ποῦ δὲν ὑπάρχει οὔτε καν στὰ ἄλογα ζῶα.
Νομίζω ὅτι ὅσοι τολμοῦν ἀδιάντροπα αὐτὸ τὸ θεομίσητο μίασμα, θὰ παραδοθοῦν σὲ μαρτύρια ἀκόμη πιὸ βαριὰ ἀπὸ αὐτὰ στὰ ὁποῖα παραδόθηκαν οἱ ἀρχαῖοι κάτοικοι τῶν Σοδόμων. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι ἔδειξαν ἀσέβεια πρὸς τὸν Θεὸ ἐν ἀγνοία τους, πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει ὁ νόμος καὶ πρὶν δοθεῖ ἡ ἐντολὴ ποῦ ἀπαγορεύει αὐτὸ τὸ βδελυρὸ μίασμα. Αὐτοὶ ὅμως ποῦ, ὅπως ἐκεῖνοι, διαπράττουν τώρα αὐτὴν τὴν βδελυρὴ πράξη, δὲν ἁμαρτάνουν ἐν ἀγνοία τους, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς μεγίστης ἀναισθησίας καὶ ἀνοησίας τους, ἐν πλήρει γνώσει τῆς μέλλουσας φοβερῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ παραδοθοῦν σὲ πιὸ βαριὰ μαρτύρια, σύμφωνα μὲ τὸν τρομερὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἐαυτοῦ καὶ μὴ ἐτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλᾶς», δηλαδὴ θὰ δεχθεῖ δυνατὰ καὶ ἀτέλειωτα βασανιστήρια, ἐνῶ «ὁ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας»[13], δηλαδὴ θὰ ἔχει πιὸ ἐλαφρὰ αἰώνια βάσανα. Γι’ αὐτὸ ὁ παλαιὸς ἀείμνηστος αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἀξίζει μεγάλους ἐπαίνους, ἀφοῦ, ἐμπνευσμένος ἀπὸ μεγάλο ζῆλο πρὸς τὸν Θεό, παρέδωσε σὲ διάφορα βασανιστήρια ὅσους διέπρατταν αὐτὸ τὸ μίασμα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἀλλὰ καὶ ἕνας δόγης τῆς ἔνδοξης πόλης τῆς Βενετίας ἀξίζει ἐπαίνους, ποῦ ἐπίσης ἐμπνευσμένος ἀπὸ ζῆλο πρὸς τὸν Θεὸ ὁδήγησε στὴν πυρὰ πολλοὺς τέτοιους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ γιοῦ του, τὸν ὁποῖο κατήγγειλε ἕνας βιασμένος ἀπὸ αὐτὸν ἔφηβος. Ὁ δόγης δὲν ἔδειξε κανένα ἔλεος καὶ πρὸς αὐτόν, ἀλλά, ὅπως λέγει ἡ παράδοση, τὸν κρέμασε χρησιμοποιώντας χρυσὴ ἁλυσίδα.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα στοιχεῖο, ποῦ ἔχω ἀπὸ τὴν ἀντίπαλη πλευρὰ καὶ τὸ θεωρῶ ὡς τὸ πιὸ ἀξιόπιστο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ μιλήσω καὶ γι’ αὐτὸ ποῦ εἶχα ἀκούσει ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Διότι, ἂν καὶ ἀποδέχονται αὐτὸ τὸ μίασμα, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι πιὸ σώφρονες, ἰσχυρίζονται πῶς ὅσοι τὸ διαπράττουν δὲν θὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ θὰ καταδικαστοῦν σὲ ὄλεθρο χωρὶς καμμία δίκη καὶ κρίση. Ἀκοῦτε καὶ ντραπεῖτε, ἄφρονες, ποῦ θεωρεῖτε αὐτὸ τὸ θεομίσητο μίασμα ὡς ἀθῶο. Καὶ ἂν καμμία θεόπνευστη γραφή, ποῦ ἀπειλεῖ μὲ αἰώνιο μαρτύριο, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς διορθώσει, τότε τουλάχιστον νὰ συνέλθετε μὲ αὐτὴν τὴν γνώμη τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ νὰ ἀποφύγετε αὐτὴν τὴν θεομίσητη πλάνη. «Δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας. Ὅταν ἐκκαυθῆ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῶ»[14]. Ἀδελφοί, «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[15]. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι φοβερό, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ κρυφθεῖτε ἀπὸ Αὐτὸν κάπου, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ ἐναρέτου Δαυίδ: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ ἀπὸ τὸν δίκαιο θυμό Σου. «Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἰ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ἄδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει μέ, καὶ καθέξει μὲ ἡ δεξιά σου»[16]. «Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννη»[17]. Ὅταν ὅμως ἀκοῦτε γιὰ τὴν γέεννα, μὴν τὴν θεωρεῖτε καθαρτήριο πῦρ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ κακόβουλοι Λατίνοι, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὸν αἱρετικὸ Ὠριγένη, ἀλλὰ νὰ γνωρίζετε ὅτι αὐτὴ εἶναι τὸ αἰώνιο πῦρ, ποῦ θὰ βασανίζει τοὺς ἀπίστους καὶ ἀμετανοήτους ἁμαρτωλοὺς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων ἀναλόγως μὲ τὰ ἁμαρτήματά τους. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν εἶπε ὅτι «τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννη» θὰ καθαρίσει, ἀλλὰ «ἀπολέσει», δηλαδὴ θὰ τὸν βασανίζει ἀτελείωτα καὶ θὰ τὸν παραδώσει σὲ αἰωνία ἀπώλεια. Ἂν ἐσεῖς προτιμᾶτε νὰ καταλήξετε σὲ αὐτὸν τὸν ὄλεθρο καὶ σὲ αὐτὰ τὰ βασανιστήρια στὸν ἀτελεύτητο αἰώνα, τότε συνεχίστε νὰ ἀπολαμβάνετε αὐτὴν τὴν βδελυρὴ καὶ αἰσχρὴ ἡδονή σας, ὅπως ὁ δύσοσμος χοῖρος τὶς λάσπες καὶ τὸν βοῦρκο.
Ἂν ὅμως ὡς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ θέλετε νὰ λάβετε τὴν αἰωνία ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν ποῦ περιμένουν τοὺς ἁγίους, τότε προσπαθῆστε νὰ ἀπομακρυνθεῖτε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰσχρότατη καὶ βρωμερὴ ἡδονή σας καὶ νὰ τὴν μισήσετε. Νὰ παραδώσετε στὸ αἰώνιο ἀνάθεμα ὅποιον ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀθώα, ἀκριβῶς ὅπως ἐκεῖνον ποῦ πολεμᾶ ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ διαστρεβλώνει τὴν διδασκαλία Του. Νὰ ἐξαγνίσετε τὸν ἑαυτό σας μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, μὲ θερμὰ δάκρυα, μὲ κάθε δυνατὴ ἔλεημοσυνη καὶ εἰλικρινῆ ἀδιάλειπτη προσευχή, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ εἰσέλθετε μαζὶ μὲ τὶς σώφρονες παρθένες, ποῦ κρατοῦν ἀναμμένους τοὺς λύχνους τους, στὸν νοερὸ γάμο τοῦ Νυμφίου[18], ὁ ὁποῖος λέγει: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες» ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς τωρινῆς ζωῆς «καὶ πεφορτισμένοι» ἀπὸ διάφορες ἁμαρτίες, «καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς»[19].
Ἤδη ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ λέω: Νὰ μισήσετε ὁλόψυχα αὐτὴν τὴν ἀτιμία, γιὰ νὰ μὴν εἶστε υἱοὶ τῆς κατάρας καὶ τοῦ αἰωνίου ὀλέθρου. Εἴσαστε χριστιανοὶ καὶ ἔτσι ὀνομάζεστε, ἀφοῦ πήρατε αὐτὸ τὸ ἔξοχο ὄνομα ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν παναγνὸ καὶ πανάγιο Θεό. Νὰ ζεῖτε λοιπὸν ἀντάξια του Χριστοῦ μὲ κάθε ἁγιότητα καὶ σωφροσύνη, εὐχαριστημένοι μὲ τὴν δοσμένη σὲ σᾶς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Δημιουργὸ ἕλξη πρὸς τὸ γυναικεῖο φύλο. Μὴν μοιάζετε στοὺς ἀσεβεῖς Ἰσμαηλίτες, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ τὴν δούλη Ἀγαρ[20] καὶ δὲν ἔχουν μερίδιο στὴν οὐράνια κληρονομιὰ μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαάκ, τὸν υἱὸ τῆς ἐλεύθερης[21]. Μὴν στερεῖτε λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ σᾶς ἀνόητα αὐτὴν τὴν χαρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κληρονομιὰ τῶν ἀρρήτων αἰωνίων ἀγαθῶν γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς βδελυρῆς, θεομίσητης καὶ αἰσχρῆς ἡδονῆς μὲ αὐτὸ τὸ καταραμένο μίασμά σας. «Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἶς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῶ καὶ χαλινῶ», δηλαδὴ διὰ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μένους του, «τὰς σιαγόνας ἄγξαι»[22]. Νὰ μὴν στερηθεῖτε ἐξαιτίας τῶν ἀνυπακοῆς τῆς ψυχῆς σᾶς τὴν ἐλευθερία, ὅπως αὐτοὶ ποῦ δὲν θέλουν νὰ τὸν προσεγγίσουν μὲ ἀληθινὴ καὶ πλήρη μετάνοια, ἡ ὁποία ἐξαγνίζει τὶς ἁμαρτίες στὴν παροῦσα ζωή. Γιατί ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι ὁ χρόνος τῆς πράξεως, δηλαδὴ τῆς τελέσεως καλῶν πράξεων, ἐνῶ ὁ μέλλοντας αἰώνας εἶναι ὁ χρόνος τῆς ἀνταποδόσεως καὶ ὄχι τῆς καθάρσεως. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος μᾶς διδάσκει νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ τὶς μάταιες ἐλπίδες καὶ τὰ παραπλανητικὰ λόγια τῶν αἱρετικῶν. Γι’ αὐτὸ ἃς ἀκολουθήσουμε πιστὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων, ὥστε νὰ γίνουμε ἄξιοί της ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση εἰς αἰώνα αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

ομοια

Ἐπιπλέον εξήγηση διαφόρων παραβολών καθώς και ρητών σκοτεινών και αινιγματικών.

Ὁ Ιωάννης ήταν ένας σοφός και έξυπνος άνδρας, αξιέπαινος σε όλα. Υπερείχε πολλών συνομηλίκων του στην κατανόηση των παραβολών, εικασιών και σκοτεινών ρητών και του δικού μας δόγματος και της θύραθεν σοφίας. Όταν όμως η σπίθα της θείας φωτιάς άγγιξε την καρδιά του, περιφρόνησε αμέσως όλα αυτά πού θεωρούνται στολίσματα του εξωτερικού και του εσωτερικού ανθρώπου και ακολούθησε τον θείο κήρυκα και απόστολο, για να προσλάβει, όπως και ο Παύλος τον Χριστό. Απελευθερώθηκε αμέσως από κάθε ματαιοδοξία και από όλες τις μέριμνες του κόσμου. Αναζήτησε την ησυχία με ακατάπαυστο ζήλο, αφήνοντας μια για πάντα όλες τις βιοτικές μέριμνες πίσω του. Προχωρούσε πάντοτε προς τα εμπρός, ζητώντας να φθάσει την τιμή της ανωτάτης κλήσεως. Γι’ αυτό επέλεξε τον δρόμο της απόλυτης σιωπής, μάζεψε και έκλεισε μέσα του όλες τις γνώσεις του και επεδίωκε συνεχώς την αόρατη θεία ομορφιά του Ωραιοτάτου περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων, ακολουθώντας το δίδαγμα του αποστόλου, πού λέγει: «Ει ούν συνηγέρθητε τώ Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μή τα επί της γής»[1].

Τί να πώ για τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη; Μήπως δεν περιφρόνησε αμέσως κάθε γνώση πού είχε των θύραθεν φιλοσόφων και ρητόρων και, ύστερα από ένα σύντομο πάνδημο κήρυγμα του θείου Παύλου, αμέσως ακολούθησε τα ίχνη του[2], όπως ο αγαθός αμνός ακολουθεί την μητέρα του; Έτσι άφησε αμέσως την σοφία του Πυθαγόρα, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και ακολούθησε την σοφία των ψαράδων και των τελωνών, ως μία και μόνη. Αυτή μπορεί να κάνει οικείο τον μέτοχό της στην απόλυτη αναζήτησή της, πού είναι η ίδια η υποστατική Θεία Σοφία και η περιέχουσα τα πάντα δύναμη και το αΐδιον φώς, ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός υπέρ πάντων. Γι’ αυτήν την επιθυμία κάποιος είπε: «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τώ Θεώ αγαθόν εστι, τίθεσθαι εν τώ Κυρίω την ελπίδα μου»[3]. Επίσης λέγει: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τάς αυλάς του Κυρίου, η καρδία μου και η σάρξ μου ηγαλλιάσαν­το επί Θεόν ζώντα». Γιατί έτσι, πές μου, θειότατε βασιλέα; Γιατί λέγει, «και γάρ στρουθίον», δηλαδή η πτωχή και αδύναμη ψυχή, «εύρεν εαυτώ οικίαν και τρυγών νοσσιάν εαυτή, ού θήσει τα νοσσία εαυτής, τα θυσιαστήριά σου, Κύριε των δυνάμεων, ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου»[4]. Η τρυγόνα συμβολίζει την ψυχή πού αγαπάει την αγνότητα και την σωφροσύνη, επειδή λέγεται ότι, αν χαθεί το ταίρι της, δεν ζευγαρώνει με άλλο, όπως και το αρσενικό δεν ψάχνει άλλο θηλυκό, αν πεθάνει το ταίρι του, αλλά περνάει όλη την υπόλοιπη ζωή του στην σωφροσύνη. Ως θυσιαστήρια του Κυρίου εννοούνται εδώ οι άγιες εκκλησίες Του, πού αποτελούν καταφύγια και για τις δυο τάξεις των ανθρώπων, δηλαδή και για τους αμαρτωλούς και για τους σώφρονες. Έτσι για τους πρώτους μέν οι διάφορες ακολουθίες τελούνται προς ίαση από τις μακροχρόνιες ασθένειές τους μέσω της εξομολογήσεως, ενώ για τους δεύτερους με σκοπό τον καθαγιασμό και την έναντι του Κυρίου διά των άθλων την μελλοντική δικαίωσή τους. Επειδή με τις ευχές των ιερέων και την θυσία του πανάγνου Σώματος και Αίματος του αμολύντου Αμνού του Θεού, και οι μέν και οι δε λαμβάνουν την άφεση των αμαρτιών τους και παραμένουν στην θεία ευαρέσκεια.

Έτσι συμβαίνει και με τις παραβολές και τις εικασίες και τα σκοτεινά ρητά, πού είναι πολύ σαφή και ωφέλιμα για όσους τα αποδέχονται, ενώ δεν είναι ωφέλιμα, αλλά αντιθέτως πολύ σκοτεινά για όσους τις απορρίπτουν. Είναι πολύ πλούσια και πλήρη κάθε νοήματος, ανθρωπίνου και θεϊκού. Να αναζητείς λοιπόν την τελειοποίησή σου: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχονταΙ»[5] και το παρακάτω είναι γνωστό. Αλλον σύμβουλο, εκτός από το αναφερόμενο ρητό, μην ψάχνεις και μην δέχεσαι. Έτσι όχι μόνο θα υπερέχεις όλων των φιλοσόφων, αλλά και θα έχεις αναγνώριση από τον Δημιουργό και Κύριο των όλων. Χαίρε!

Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

ομοια

(Μέρος 1ο)
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα. Οἱ μὲν δίκαιοι γιὰ δυὸ λόγους. Πρώτον, γιὰ νὰ κάνουν σταθερότερη καὶ ἀκλόνητη τὴν ἀρετὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, μὲ τὴν ὁποία ἔζησαν καὶ προηγουμένως, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν μεγαλυτέρους ἐπαίνους καὶ φωτεινότερα στεφάνια, ἀφοῦ στὴν προηγούμενη ἐνάρετη ζωὴ τοὺς προσπαθοῦσαν νὰ προσθέσουν καὶ ἄλλους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Οἱ δὲ ὅμοιοι μέ μας, ἁμαρτωλοὶ καὶ μιασμένοι ἀναλαμβάνουν αὐτὸν τὸν ἄθλο μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ταλαιπωρία τοῦ σώματος καὶ τὸν πνευματικὸ ὀδυρμό, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ, τὸν ὁποῖον ἐξόργισαν μὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ἀκόλαστης ζωῆς τους, προσπαθώντας τὸν ὑπόλοιπο χρόνο νὰ ζήσουν θεάρεστα καὶ τίμια, τηρώντας τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.Ἃς ἐγερθοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς μεγάλης ὀκνηρίας μας καὶ ἃς ἐργασθοῦμε μὲ μεγάλο ζῆλο γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸν χρόνο ποῦ ἀπομένει τῆς σύντομης ζωῆς μας, «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ», «ἠμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν»[1]. Νὰ ἀγρυπνοῦμε μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, νὰ πάρουμε μαζί μας ἀρκετὸ λάδι[2], τὸ ὁποῖο σημαίνει τὴν θεόμορφη φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ὅλους αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν ἔνδεια καὶ τὴν πικρία. Ὁ Δημιουργός των ὅλων καὶ Κύριος εὐαρεστεῖται μὲ τὸ λάδι αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Οἱ μωρὲς παρθένες τὸ περιφρόνησαν, καὶ γι’ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸν μυστικὸ γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν ὄφελος ἀπὸ τὴν παρθενία τους.


Ἃς θυμόμαστε πάντοτε, ψυχή μου, τὸν Κύριο ποῦ μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν ἐντολή: «Καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύση ἐκ τῶν γάμων, ἴνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῶ· μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὖς ἐλθῶν ὁ κύριος εὐρήσει γρηγορούντας»[3]. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴν ὁ Κύριος μας δίδει σαφῆ ἐντολή: ὅπως οἱ δοῦλοι τῶν ἐπίγειων ἀρχόντων φοβούμενοι μήπως ὑποστοῦν μαστίγωμα, πάντοτε προσπαθοῦν νὰ εὐχαριστοῦν τοὺς κυρίους τους καὶ νὰ ἐκτελοῦν κάθε ἐπιθυμία τους, ἔτσι καὶ ἐσεῖς, μαθητές μου, μὲ φόβο καὶ ἀγάπη νὰ ἐργάζεσθε ὅ,τι ὁδηγεῖ πρὸς τὴν σωτηρία, προσπαθώντας πάντοτε νὰ κάνετε ὅ,τι ἀρέσει καὶ εὐχαριστεῖ ἐμένα, τὸ ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος το δίνω ὡς ἐντολή. Νὰ ἀποκτήσουμε ἐνδυμασία ἀντάξια του μυστικοῦ γάμου, δηλαδὴ τὴν ἀξιέπαινη ζωή, ποῦ λάμπει ἀπὸ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα, γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦμε, στὴν ἀντίθετη περίπτωση, δεμένοι χειροπόδαρα καὶ ἀπελαθέντες ἀπὸ τὴν μυστικὴ εὐωχία στὸ φοβερὸ σκοτάδι. Ἀφοῦ εἴμαστε προσκεκλημένοι νωρίτερα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς μακαρίους μαθητές Του στὴν μυστικὴ γαμήλια εὐωχία, ἃς μὴν ἀρνηθοῦμε ἀνόητα αὐτὸ τὸ μακάριο ἀξίωμα, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν περιουσία ἥ τα ζεύγη βοδιῶν ἡ τὸν ἐφήμερο γάμο μὲ γυναίκα[4], δηλαδὴ τὰ ἀνάξια λόγου καὶ ἐφήμερα πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται ἐκεῖνοι, «ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνη αὐτῶν, οἵ τα ἐπίγεια φρονοῦντες»[5], γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου.
Ἐμεῖς ὅμως, ψυχή, ἃς σκεπτόμαστε τὰ ἀνώτερα, «οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιά του Θεοῦ καθήμενος»[6], καὶ ἃς ὑποτασσόμαστε στὸν Σωτήρα, ποῦ λέγει: «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῆ τὶς, ἐμοὶ ἀκολουθείτω»[7]. Καὶ ἃς ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο σὲ τί συνίσταται αὐτό: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»[8]. Ποιὸς ἄραγε τηρεῖ καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐντολὲς τοῦ νόμου; Αὐτὸς ποῦ ἀρνήθηκε ἀμέσως τὴν περιουσία του καὶ ὕστερα δὲν τὴν ἐπιθυμεῖ πλέον, ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν δύναμή του τὴν ἀπορρίπτει, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἀναζήτηση τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ στερεῖ τὰ ἀγαθά, ποῦ ἔχουν ἑτοιμασθεῖ ἐκεῖ γιὰ τοὺς ἐναρέτους. Ὅποιος ἀρνήθηκε ἔτσι τὰ ἀγκάθια αὐτῆς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ μάταιης ζωῆς, ἀρνήθηκε ἀρκετὰ καὶ τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας του καὶ τὰ χαμηλὰ πάθη τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ του τὰ ἀπέρριψε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι’ αὐτὸ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πορεύεται στὸν ὀρθὸ δρόμο, ἀκολουθώντας τὸν Σωτήρα καὶ σηκώνοντας τὸν σταυρό του, πράγμα ποῦ σημαίνει τὴν ἑκούσια νέκρωση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν του.
Ἂν ὅμως κανείς, ἀφοῦ ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, ἀποκτήσει πάλι περιουσία καὶ διάφορα κέρδη καὶ ἀποσπᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς του, ποῦ εἶχαν πιὰ ἡσυχάσει γιὰ λίγο, περιβάλλουν πάλι τὴν ἀκόλαστη ψυχή του, τὴν πολεμοῦν καὶ τὴν πληγώνουν μὲ διάφορους τρόπους. Εἶναι φανερό, ὅτι σὲ αὐτὸν συνέβη αὐτὸ ποῦ λέγει ἡ σοφὴ παραβολή: «Κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καὶ ὓς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου»[9]. Αὐτὸς ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη μακάρια ζωὴ τῶν ἐναρέτων, ὅπως ὁ Κύριός μας τὸ ἔδειξε μὲ τὴν παραβολὴ λέγοντας: «Οὐδεὶς ἐπιβαλῶν τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[10]. Ἐδῶ ὡς «χείρα» ὁ Κύριος χαρακτηρίζει τὴν αὐτόβουλη θέληση καὶ ὡς «ἄροτρον» τὶς ἅγιες καὶ σωτήριες ἐντολές Του, μὲ τὶς ὁποῖες διάγουμε μὲ συνέπεια τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀγγελικὴ ζωή. Ἐξάλλου, ὡς στροφὴ «εἰς τὰ ὀπίσω» Αὐτὸς ἐννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς παλαιὲς συνήθειες καὶ τὴν φθαρτὴ κοσμικὴ ζωή. Μὰ δὲν εἶναι ἐπιστροφὴ πρὸς τὰ πίσω ἡ φροντίδα νὰ ἀποκτήσεις ὅσο γίνεται μεγαλύτερη περιουσία καὶ κέρδη καὶ διάφορα κοπάδια ζώων καὶ πῶς νὰ πολλαπλασιάσεις τὸ ἀσήμι καὶ τὸν χρυσό σου, τὸν ὁποῖο ὁ μοναχὸς αὐτόβουλα ἀρνεῖται στὴν κουρά του, ὑποσχόμενος στὸν ζῶντα ἐν ὑψίστοις Κύριο νὰ εἶναι στὸ μέλλον ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὸν τρόπο τῶν ἀποστόλων καὶ νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μὲ κάθε ἀναργυρία, μὲ ἔνδεια καὶ μὲ σιωπή, μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος;
«Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους»[11], ποῦ εἶναι ἡ πορνεία, ἡ κάθε ἀκαθαρσία τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ οἰνοποσία, ἡ λαιμαργία, τὰ ἄτακτα καὶ ἄφρονα γέλια, ἡ καθύβριση, τὰ παράφρονα λόγια, ἡ συκοφαντία, τὸ ψέμα, ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ κολακεία, ἡ ὑπεροψία, ἡ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαργυρία, ποῦ ἀποτελοῦν τὴν ρίζα κάθε κακοῦ καὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς εἰδωλολατρία[12]. Νὰ μισήσουμε πολὺ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ μᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα, ἀφοῦ ὁ φοβερὸς Κριτὴς μας ἔχει μεγάλη ὑπομονὴ ὡς φιλάνθρωπος, ἐπιτρέποντας τὸν καιρὸ γιὰ τὴν μετάνοια καί, ὅπως προτρέπει ὁ ψαλμωδός, «προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει»[13]. Νὰ ἐννοήσεις, ψυχή, ὡς «πρόσωπον αὐτοῦ» τὴν δίκαιη ἐναντίον μας ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησή Του, ὅπως ἔχει γραφεῖ ἀλλοῦ: «Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[14].
Ἃς ἀρχίσουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἃς μετανιώνουμε ἐνώπιόν Του ἐκτελώντας τὶς ἅγιες ἐντολές Του, «μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας»[15], ποῦ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία καὶ ἡ οὐράνια συμβίωση μὲ τοὺς σωζομένους. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ψυχή μου, εἶναι ἄγνωστη, καὶ σὰν ληστὴς[16], ποῦ ἐπιτίθεται μέσα στὴν νύχτα καὶ σκοτώνει ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο βρίσκει κοιμώμενο, ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ γιὰ μᾶς ἀπρόσμενα ὁ θάνατος καὶ θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσωρινὴ ἐλεεινὴ ζωή. Ἃς ἀπορρίψουμε λοιπὸν κάθε ἀδυναμία καὶ δισταγμό. Ἃς μὴν ψάχνουμε δικαιολογίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἐπικαλούμενοι κάποια σωματικὴ νόσο ἡ τὸν ἐρχομὸ φίλων μας ἡ τὶς διάφορες ἑορτὲς καὶ τὶς προσκλήσεις τῶν συγγενῶν καὶ γειτόνων μας. Ὅλες αὐτὲς οἱ δικαιολογίες εἶναι ἀβάσιμες καὶ ἄχρηστες καὶ καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸν φοβερὸ Κριτή.
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἴχαμε ἀρνηθεῖ ἅπαξ διὰ παντὸς ἐνώπιόν των ἐκλεκτῶν Ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποσχεθήκαμε στὸν Κύριο ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ τὸν βιώσουμε ἀγγελικά, μὲ κάθε ταπείνωση, ἔνδεια, ἀλήθεια καὶ ἁγιότητα, κατὰ τοὺς κανόνες τῶν θεοπνεύστων διδασκάλων τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τώρα ὅμως ποῦ παραβήκαμε αὐτοὺς τοὺς κανόνες καὶ ζοῦμε ἄτακτη ζωή, τί ἄλλο μποροῦμε νὰ περιμένουμε, ἀκόλαστη ψυχή μου, πέρα ἀπὸ τὴν καταδίκη, ἴδια μὲ αὐτοὺς ποῦ δὲν τήρησαν τὶς θεῖες ἐντολές; Ἡ μήπως μάταια λέγει ἡ θεόπνευστη Γραφή, «οὐδὲ διαμενούσι παράνομοι κατέναντί των ὀφθαλμῶν σου· ἐμίσησας πάντας τους ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν· ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψεῦδος», καθὼς καὶ ὅτι, «ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος»[17]; Ἐπίσης λέγει: «Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν»[18]; Ἡ μήπως θεωρεῖς τὸν βίο σου θεάρεστο καὶ εὐσεβῆ καὶ γι’ αὐτὸ παραμένεις στὴν ὀκνηρία; Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο, ἀκόλαστη ψυχή μου! Σὲ αὐτὸ συνίσταται καὶ ἡ βαρυτάτη καὶ μεγίστη ἁμαρτία μας, ἀφοῦ τόσο πολὺ πικραίνουμε τὸν φοβερὸ Κριτὴ μὲ τὴν ἀνυπακοή μας καὶ τὴν παράβαση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν Του. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀποτελεῖ γνώρισμα τῆς τελείας ἀναισθησίας καὶ παραφροσύνης, ἂν δὲν τὴν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ μᾶς ἀμέσως.
Ἃς ἀρχίσουμε λοιπὸν ἐπιμελῶς καὶ εἰλικρινὰ νὰ μετανοοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ἐνδυμασία, ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄθλια κουρέλια, δὲν θὰ μᾶς δώσει κανένα ὄφελος γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι, ντυμένοι μὲ τόσο ἐλεεινὰ κουρέλια ζοῦμε μία ζωὴ ποῦ δὲν μᾶς ἀξίζει καὶ δὲν μᾶς ταιριάζει καθόλου, θὰ συνηγορήσει ἀκόμη περισσότερο στὴν καταδίκη μας. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἀποστόλων, ἰδιαίτερα ὅμως τὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Κριτή, ποῦ τὶς ἐξέφρασε μὲ τὴν μορφὴ τῶν μακαρισμῶν. Ἃς δοῦμε τὸ περιεχόμενό τους.
«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[19]. «Πτωχοὺς τῷ πνεύματι» ἀποκαλεῖ Αὐτὸς ὅσους πάντοτε καὶ γιὰ ὅλα σκέπτονται ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν καταδικάζουν, μοιάζοντας μὲ τὸν μακάριο προφήτη, ποῦ λέγει: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[20]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Κύριε, οὒχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμὲ»[21]. Καὶ ἐμεῖς, ἀκόλαστη ψυχή, τί συλλογιζόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τί σκεπτόμαστε στὴν καρδιά μας; Μήπως δὲν δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας καὶ θεωροῦμε ὅτι ζεῖ μὲ κάθε ἀλήθεια καὶ κάθε ἁγιότητα, θεωρώντας τὸν πολὺ ἔξυπνο, πλήρη σοφίας καὶ νοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ ἀξιώνουμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μᾶς τὴν ἄνοδο σὲ κάποιο ἀξίωμα ἐξουσίας γιὰ νὰ διδάσκουμε τοὺς ἄλλους περὶ τῆς σωτηρίας; Ἔτσι προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποκτήσουμε κάποιο ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα, καὶ γι’ αὐτό, ὄχι μόνο ὑποκρινόμαστε ὅτι ζοῦμε εὐσεβῆ ζωὴ καὶ κάνουμε φιλία μὲ τοὺς εὑρισκόμενους στὴν ἐξουσία κολακεύοντάς τους μὲ κάθε τρόπο καὶ κάνοντάς τους κάθε χάρη, ἀλλὰ συχνά τους δίνουμε δῶρα καὶ ὑποσχόμαστε νὰ τοὺς δώσουμε καὶ ἄλλα, ἂν πράξουν αὐτὸ ποῦ ἐπιθυμοῦμε. Αὐτό, ψυχή, εἶναι σαφὴς ἀπόδειξη τῆς πονηρίας τῆς καρδιᾶς μας, ποῦ ἔχει γίνει πολὺ ὑπερήφανη.
Πῶς ὅμως ὁ Κριτὴς τῶν ὅλων θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ἄξιους ἐκείνης τῆς μακαριότητας, τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε σὲ ὅσους ἔχουν μισήσει ὅλα αὐτά; Ἂν εἴμαστε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς θείας μακαριότητας, τότε εἴμαστε κολασμένοι καὶ ἤδη καταδικασμένοι. Θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε μὲ θερμὴ ψυχὴ τὴν μετάνοια, ἀφοῦ ἀπομακρύνουμε τὴν μανία τῆς φιλοδοξίας πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ προφητικὸς λόγος προσεύχεται δυνατὰ στὸν Θεὸ ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸ θράσος νὰ φθάνουν ἄνομα σὲ ὁποιαδήποτε ἐξουσία, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν τὴν ἐφήμερη δόξα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέγει ξεκάθαρα: «Προσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, προσθες κακὰ τοῖς ἐνδοξοις τῆς γῆς»[22].
Ἃς δώσουμε ὅμως τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ στοὺς ἄλλους μακαρισμοὺς καὶ ἃς δοῦμε, ἂν ἡ ζωὴ μᾶς συμφωνεῖ μὲ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»[23]. Νὰ ὁ ἐκ Θεοῦ καρπὸς τῆς ταπεινοφροσύνης – τὸ πνευματικὸ πένθος, ποῦ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση καὶ θεία ἀγάπη γεννιέται στὴν καρδιά. Ὅποιος πράγματι σκέπτεται ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του στὴν καρδιά του, διαρκῶς πενθεῖ καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ καταδικασμένο καὶ ἀνάξιό του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐνθυμούμενος πάντοτε τὶς ἁμαρτίες του. Ἐμεῖς ὅμως, ψυχή μου, πῶς θὰ μπορέσουμε κάποια στιγμὴ νὰ πενθήσουμε ἡ νὰ καταδικάσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἐνῶ περιβαλλόμαστε συνεχῶς μὲ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὅταν φθάσουμε σὲ κάποιο ἀξίωμα; Καὶ συγχρόνως περνοῦμε τὴν ζωὴ μᾶς δεχόμενοι διαφόρους ἐπαίνους καὶ χάρες, μὲ ποικίλα ἀνίερα πράγματα καὶ στολίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ πολύχρωμες μεταξωτὲς ἐνδυμασίες, μὲ χρυσὸ καὶ ἀσήμι. Ἀφοῦ περιβάλλουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς πλούσια μὲ ὅλα αὐτά, ἀπομακρυνόμαστε πολὺ ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἡδονὴ ποῦ ἔχουν ὅσοι πενθοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ δεχόμαστε, κατὰ τὸ θεῖο ρητό, τὰ ἀγαθά μας στὴν κοιλία μᾶς[24].
/
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀκόλουθο μακαρισμὸ καὶ συγκεκριμένα, «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»[25], δὲν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ τελείως, ἀκόλαστη ψυχή, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἀφοῦ θυμώνουμε μὲ αὐτοὺς ποῦ μᾶς ἀδίκησαν μὲ κάτι, χειρότερα καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, καὶ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε γιὰ τὴν προσβολὴ ποῦ μᾶς ἔκαναν, ἐπιτιθέμενοι ἐναντίον τοὺς μὲ φοβερὴ ὀργή; Πράος εἶναι καὶ θεωρεῖται, ψυχή μου, αὐτὸς ποῦ μὲ μεγάλη ταπεινοφροσύνη, χωρὶς ἀγανάκτηση, χωρὶς νὰ κλονίζεται ὑπομένει καὶ τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἀποδοκιμασίες καὶ τὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς λεηλασίες τῆς περιουσίας του, καθὼς καὶ τοὺς ξυλοδαρμοὺς καὶ τὶς πληγές, μιμούμενος τὸν Σωτήρα καὶ Κύριό του. Ὅποιος ὅμως φέρεται ἐναντίον αὐτῶν μικρόψυχα καὶ σηκώνει τὸ χέρι του γιὰ νὰ δείρει αὐτὸν ποῦ τὸν δέρνει καὶ προσβάλλει καὶ καθυβρίζει, καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἀντίπαλό του, αὐτὸς δὲν ἔφθασε ἀκόμη οὔτε στὸ κατώφλι τοῦ εὐαγγελικοῦ καὶ ἀποστολικοῦ βίου, καὶ μάταια ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν μοναχικὴ ἐνδυμασία του, ἂν δὲν ἀπαρνηθεῖ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ ὅλα τα πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ[26].
Πῶς ἐπίσης νὰ παρουσιάσω τὴν ἀξία τῶν δύο ἑπομένων μακαρισμῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας εὐφραίνει ὅσους πεινοῦν καὶ διψοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἄλλος τοὺς εὐσπλάγχνους, ἐνῶ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτούς; Ἡ μᾶλλον, πιὸ σωστά, ποιὸν θρῆνο καὶ ποιὸν ὀδυρμὸ νὰ χρησιμοποιήσω; Μήπως δὲν ἀξίζει δάκρυα καὶ θρῆνο αὐτό, ποῦ παρ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια κάθε μοναχικοῦ τυπικοῦ ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τὸ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας, ἐννοῶ τοὺς ζητιάνους, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά; Ὄχι μόνο τους περιφρονοῦμε βλέποντάς τους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, τὸ κρύο καὶ γενικὰ τὴν ἄκρα πτωχεία, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς προστατεύουμε ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς καὶ ἀδίκους ποῦ τοὺς ἀδικοῦν καὶ δὲν ἐπεμβαίνουμε, ὅταν αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴν περιουσία τους. Ἔχουμε ὅμως τὴν αὐστηρὴ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου του δικαίου καὶ φοβεροῦ Κριτῆ ποῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγὴ θεῶν, ἐν μέσω δὲ θεοὺς διακρινεῖ· ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε; Κρίνατε ὀρφανῶ καὶ πτωχῶ, ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε· ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ρύσασθε αὐτὸν»[27].
Ἀλλὰ γιατί νὰ λέω ὅτι δὲν τοὺς προστατεύουμε καὶ δὲν τοὺς ὑπερασπίζουμε, ὅταν τοὺς ἀδικοῦν, μολονότι πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ τοὺς σώσουμε ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποῦ τοὺς κάνουν; Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκόλαστη ψυχή, πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τοὺς φερόμαστε χειρότερα ἀπὸ τοὺς κοσμικούς. Δὲν θεωρεῖς μεγάλη ἀπανθρωπία καὶ ἀδικία ἐκ μέρους μᾶς τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀφοῦ ἀρνηθήκαμε ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων Τοῦ κάθε περιττὴ τροφὴ καὶ σωματικὴ ἀπόλαυση, πάλι ἀποκτοῦμε διάφορα κέρδη καὶ κοπάδια ζώων, τρῶμε ἄφθονα διάφορα νόστιμα φαγητὰ καὶ ἀπολαμβάνουμε κάθε ἀπραγία εἰς βάρος τοῦ ἱδρώτα τῶν χωρικῶν ποῦ μᾶς ὑπηρετοῦν; Καὶ αὐτοί, ποῦ ἐργάζονται συνεχῶς καὶ ὑποφέρουν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν διάφορες βιοτικὲς ἀνάγκες μας, πάντοτε ζοῦν μὲ λιτότητα καὶ ἔνδεια. Οἱ δυστυχισμένοι δὲν ἔχουν οὔτε καθαρὸ ἄρτο ἀπὸ σίκαλη, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἔχουν, τὸν τρῶνε χωρὶς ἁλάτι ἐξαιτίας τῆς ἄκρας πτωχείας τους. Ἐμεῖς ὅμως παραμένουμε ἀναίσθητοι καὶ ἀπαθεῖς σὲ αὐτὴν τὴν πικρὴ μοίρα τους καὶ δὲν τοὺς παρηγοροῦμε, μολονότι ἔχουμε τὴν ἐντολὴ νὰ φροντίζουμε ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ ἀνέχεια. Ἐπὶ πλέον, κατὰ τρόπο πολὺ ἀπάνθρωπο, τοὺς ἀφήνουμε σὲ αὐτὴν τὴν ἔνδεια ζητώντας κάθε χρόνο ἐξαιρετικὰ ὑψηλὰ ἐπιτόκια γιὰ τὸ ἀσήμι ποῦ δανείστηκαν ἀπό μας, καὶ ποτὲ δὲν παραβλέπουμε αὐτὴν τὴν πληρωμή, ἂν καὶ δέκα φορὲς ἤδη ἔχουμε πάρει πίσω το ποσὸ ποῦ ἔχουμε δανείσει σὲ αὐτούς. Ἀλλά, ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαιτίας τῆς ἄκρας πτωχείας του δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει τοὺς τόκους γιὰ τὴν ἑπόμενη χρονιά, ζητᾶμε ἀπὸ αὐτὸν –τί ἀπανθρωπιὰ– καὶ ἄλλους τόκους. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς πληρώσει, παίρνουμε ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει καὶ τὸν διώχνουμε ἀπὸ τὸ χωριό του μὲ ἄδεια χέρια, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν συγχωροῦμε σὰν ἀδελφό, καὶ ἐκτελώντας τὴν θεία ἐντολή, νὰ καλύπτουμε ὅλες τὶς βιοτικές του ἀνάγκες. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀντέξει τὸ βάρος τῶν ἐργασιῶν καὶ ἔργων ποῦ τοῦ ἐπιβάλλουμε συνεχῶς, καὶ θελήσει νὰ φύγει κάπου ἀλλοῦ, δὲν τὸν ἀφήνουμε, ἂν δὲν πληρώσει τὰ καθιερωμένα χρήματα, ἐπειδὴ ἔζησε στὸ χωριὸ μᾶς τόσα χρόνια, ξεχνώντας τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ βάσανα ποῦ ὑπέστη, ὑπηρετώντας τὶς ἀνάγκες μᾶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του στὰ κτήματά μας.

Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
——————————————————————————–

(Μέρος 2ο)
Ἐφόσον εἴμαστε τόσο ἀνελεήμονες πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς μας, ἀκόλαστη ψυχή μου, καὶ δὲν τοὺς δείχνουμε καμμία συμπόνια καὶ ἀνθρωπιά, πῶς δὲν φοβόμαστε τὴν φοβερὴ Κρίση καὶ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς πεῖ «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιόν το ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»; Γιατί; Γιατί «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατε μέ, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετε μέ, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετε μὲ Ἰ»[1]. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ προσθέτει: «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε»[2]. Φοβερὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ρητό, ἀκόλαστη ψυχή μου, καὶ τρομερὴ εἶναι ἡ καταδίκη, ἰδιαίτερα γιὰ μᾶς, τοὺς ἀκολάστους μοναχούς, ποῦ δῆθεν ἔχουμε ἀρνηθεῖ κάθε ἀδικία, κάθε ἀνομία καὶ κοσμικὴ ἀπληστία, καὶ δώσαμε ὅρκο στὸν Θεὸ νὰ ἀγαπήσουμε στὸ μέλλον τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία σὲ κάθε ἄνθρωπο γενικῶς καὶ ἰδιαίτερα σὲ ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ δυστυχίες.
Ἀλλά, ξεχνοῦμε τοὺς ὅρκους μας καὶ φερόμαστε τόσο ἀπάνθρωπα στοὺς χωρικούς, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ ἀδελφούς Του, λέγοντας γι’ αὐτοὺς ξεκάθαρα διὰ στόματος τοῦ μακαρίου Δαυίδ: «ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίω, παρρησιάσομαι ἐν αὐτῶ»[3]. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς. Μολονότι φαίνεται προσωρινὰ νὰ σιωπῶ μπροστά σε ὅσους ἀδικοῦν καὶ σὲ ὅσους μὲ διαφόρους τρόπους προσβάλλουν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, δὲν θὰ σιωπῶ πάντοτε, ἐπειδὴ μὲ κάθε τρόπο θὰ τοὺς ὑπερασπισθῶ καὶ θὰ ἐκδικηθῶ αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἀδικοῦν. Τὸ ἴδιο δηλώνει ὁ Κύριος καὶ ἀλλοῦ διὰ στόματος τοῦ ἰδίου λέγοντας: «Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ»[4]. Καὶ ἀκόμη ἀλλοῦ λέγει: «ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων»[5]. Ἂν εἶναι ἔτσι, ψυχή μου, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλιῶς, τότε γιατί εἴμαστε τόσο ἀναίσθητοι σὲ αὐτά; Γιατί δὲν μᾶς φοβίζει ἡ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἄσπλαγχνο πλούσιο ποῦ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς, καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, καθὼς καὶ γιὰ τὸ πῶς οἱ παρθένες διώχτηκαν ἀπὸ τὸν θεῖο γάμο; Καὶ ἀκόμη περισσότερο, πῶς νὰ μὴν μᾶς πείσει αὐτὸς ὁ φιλάργυρος, ποῦ τὸν ἐπιτίμησε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ Κύριος λέγοντας: «Ἄφρον, ταύτη τὴ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου· ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἔσται»[6]; Ἡ μήπως δὲν γνωρίζεις, ψυχή, τὸ σοφὸ ρητό του προφητάνακτος Δαυίδ: «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον»[7]. Ἀληθῶς ἄφρων εἶναι καὶ θεωρεῖται ὁποῖος δὲν καταλαβαίνει τὸ «τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιά του Θεοῦ καθήμενος», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ποῦ μᾶς προτρέπει λέγοντας: «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ»[8]. Ἄφρων καλεῖται αὐτός, ἐπειδὴ κατανοεῖ τὴν δύναμη τῶν θείων ἐντολῶν ἀσεβῶς καὶ ἐσφαλμένα, καὶ γι’ αὐτὸ περιπλανιέται στὰ σταυροδρόμια τῶν προσωρινῶν ἀπολαύσεων καὶ ματαιοτήτων αὐτοῦ του κόσμου, ἀπολαμβάνοντας καὶ χαιρόμενος μὲ αὐτά, ὅπως τὸ σκουλήκι χαίρεται τὴν λάσπη, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ σέρνεται καὶ στὴν ὁποία θὰ πεθάνει, ὅταν αὐτὴ ξεραθεῖ.
Νὰ ἐγερθοῦμε ἐπὶ τέλους, ψυχή μου, καὶ νὰ καθαρίσουμε τὰ νοερὰ μάτια μας ἀπὸ τὴν σαπίλα ποῦ μαζεύτηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς ἀπειθαρχίας καὶ τῆς παραφροσύνης μας. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ καθετὶ ποῦ μᾶς ἀφορᾶ πρέπει νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ βελτιώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ μοιράσουμε καλῶς, σύμφωνα μὲ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποῦ μαζέψαμε κακῶς, ἀντίθετα πρὸς τὶς θεῖες ἐντολές. Ἄν, ἡ ἀλήθεια ἐκείνου ποῦ μοίρασε στοὺς ἐνδεεῖς τὸν πλοῦτο τοῦ παραμένει μαζί του εἰς τὸν αἰώνα, ἡ ἀδικία τοῦ ἀσπλάγχνου παραμένει καὶ αὐτὴ μαζί του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες μέσα στὶς φλόγες τῆς κολάσεως. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἀνελεήμονα ἔχει εἰπωθεῖ δίκαια· «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωή σου»[9]. Ἃς μιμηθοῦμε, ψυχή μου, ἐκεῖνον τὸν σοφὸ οἰκοδεσπότη ποῦ ὑποδέχτηκε τὸν Σωτήρα καὶ εἶπε: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση των ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἰ τινὸς τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν»[10].
Ἃς ἔχουμε, ψυχή μου, καλὴ μετάνοια καὶ ἐπαινετὴ βούληση, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκούσουμε αὐτὴν τὴν θεία φωνή: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἐγένετο»[11]. Ἕως πότε θὰ παραμείνουμε κουφοὶ στὴν θεία διδασκαλία, ποῦ μᾶς διατάζει λέγοντας: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[12];
Ἃς φοβηθοῦμε, ψυχή, ἃς φοβηθοῦμε τὴν ἀπειλὴ τοῦ θείου διδασκάλου, ποῦ λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπεν καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμὶν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις»[13]. Αὐτὴ ἡ δίκαιη ἀπειλὴ ἀφορᾶ ἰδιαιτέρως ἐμᾶς, ἀκόλαστη ψυχή, ποῦ μαζεύουμε πολὺ πλοῦτο, ἐνῶ δὲν θέλουμε νὰ δώσουμε οὔτε ὀβολὸ στοὺς ζητιάνους, μολονότι αὐτοὶ μὲ δάκρυα πέφτουν στὰ πόδια μας καὶ παρακαλοῦν, καὶ ὅμως ἐμεῖς τοὺς προσπερνοῦμε καὶ δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τοὺς βλέπουμε. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ δίκαιος Κριτής, ἀφοῦ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν ἐλεοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ποῦ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο: «ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος»[14]. Καὶ οὔτε θὰ γευθοῦμε τὰ ἀγαθά, ποῦ ἑτοιμάστηκαν γιὰ τοὺς δίκαιους, ἀφοῦ πεινᾶμε καὶ διψᾶμε γιὰ τὴν ἀδικία καὶ ὄχι τὴν δικαιοσύνη.
Ἃς μὴ μείνουμε, ψυχή μου, σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τοῦ νοῦ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν πώρωση, ἀλλὰ ἃς φοβηθοῦμε τὴν τρομερὴ ἀπειλὴ Αὐτοῦ, ποῦ λέγει: «Πλὴν οὐαὶ ὑμὶν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε»[15]. Ἃς ἀφήσουμε ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπιστία πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ἀγανακτεῖ ἡ καρδιά μας.
«Τὶς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα»[16]; Οἱ παραβάτες τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του ἀπὸ μεγάλη περιφρόνηση καὶ ἀδιαφορία φέρονται ἀπερίσκεπτα, νομίζοντας ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν δείχνοντας μετάνοια, ἂν καὶ κατ’ οὐσίαν δὲν εἶναι πραγματική, ἐνώπιόν του δικαίου Κριτὴ γιὰ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα στὴν διάρκεια ὁλόκληρής της ζωῆς τοὺς τὸν ἐξόργιζαν συνειδητὰ καὶ ἑκούσια. Βεβαίως καλὴ εἶναι, ψυχή μου, ἡ μετάνοια, ποῦ δίδεται ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν τελευταία μας πνοὴ μὲ δάκρυα καὶ μεγάλη θλίψη τῆς καρδιᾶς, μὲ πικροὺς στεναγμοὺς καὶ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν κλαπέντων. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι καλὴ γιὰ ὅσους, λόγω τῆς ἀγνοίας τῆς μελλούσης Κρίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀναμενομένων βασάνων, ζοῦσαν ἄνομα.
Ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν δοθεῖ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ σὲ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, ἐν γνώσει ὅλων αὐτῶν, ποδοπατοῦν ἑκούσια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζουν ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ. Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς φεύγουν αἰφνιδίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, χάνοντας, πρὶν πεθάνουν, τὸ δῶρο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν συνείδησή τους καὶ παρουσιάζοντας ἐλεεινὸ θέαμα σὲ αὐτοὺς ποῦ τοὺς βλέπουν, ἀφοῦ μένουν ἄφωνοι καὶ ἀκίνητοι καὶ ὑποφέρουν φοβερὰ βάσανα γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Κάποιοι ἄλλοι ἔφυγαν ἀμέσως χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία γιὰ μετάνοια. Ἐπειδὴ τὰ γνωρίζει ὅλα αὐτά, πολὺ σωστὰ ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς μᾶς προτρέπει λέγοντας: «Σύνετε δὴ ταῦτα οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάση καὶ οὐ μὴ ἡ ὁ ρυόμενος»[17]. Ποιοὶ εἶναι, ψυχή μου, αὐτοὶ «οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ»; Δὲν εἶναι αὐτοί, ποῦ ποδοπατοῦν συνειδητὰ τὶς σωτήριες ἐντολές Του, ἂν καὶ γνωρίζουν καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή; Τὸν λόγο μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ θεϊκὸς ψαλμωδός, ποῦ τὸν ὑμνεῖ σαφῶς λέγοντας: «Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτᾶς»[18].
Ἀπὸ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ «μεμνημένοι τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτᾶς», δηλαδὴ αὐτοὶ ποῦ τὶς ἐκτελοῦν εἶναι αὐτοὶ ποῦ θυμοῦνται τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτοὶ ποῦ ποδοπατοῦν τὶς ἐντολὲς Τοῦ θεωροῦνται δικαιολογημένα ὡς αὐτοὶ ποῦ λησμονοῦν τὸν Θεό. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ Αὐτὸς τοὺς λησμονεῖ, ὅπως τὸ λέγει ὁ ἴδιος διὰ τοῦ προφήτη Του, τοῦ Ὠσηέ, πρὸς αὐτοὺς ποῦ ποδοπάτησαν τὶς ἐντολὲς Τοῦ Π τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους: «Ὠμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ ἔχων γνῶσιν· ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, καγῶ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοί· καὶ ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου, καγῶ ἐπιλήσομαι τέκνων σου. Κατὰ τὸ πλῆθος αὐτῶν οὕτως ἥμαρτον μοί· τὴν δόξαν αὐτῶν εἰς ἁμαρτίαν θήσομαι»[19]. Κάνουν φοβερὸ λάθος, ψυχή μου, ὅσοι ἁμαρτάνουν ἐν γνώσει τους καὶ ἐλπίζουν νὰ λάβουν τὴν σωτηρία μὲ τὴν ἀνέφικτη καὶ ἄγνωστη μετάνοια κατὰ τὴν τελευτή τους: «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται»[20], λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος.
Γι’ αὐτὸ ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη τῆς ψυχῆς καὶ ἃς μετανοήσουμε ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅσο μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν ἡ ἄκρα φιλανθρωπία καὶ ἡ Χάρη Του. Ἐπειδὴ «καιρῶ δεκτῶ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρα σωτηρίας ἐβοήθησα σοί· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[21]. «Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς»[22]. Ἀλλὰ ὅμως εἴπαμε ἀρκετὰ γι’ αὐτό.
Ἃς δοῦμε τώρα, ἂν θέλεις, ἂν ζοῦμε τὴν ζωὴ μᾶς σύμφωνα καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μακαρισμούς. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»[23]. Ἐδῶ, ψυχή, ἔχω μία μεγάλη ἀπορία. Πῶς νὰ ἐπαινέσω ἄξια τὴν ἄρρητη καὶ ἐξαιρετικὰ γενναιόδωρη χάρη, ποῦ μᾶς χαρίζει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος; Στοὺς μακαρισμούς, ποῦ ἔχουμε ὡς τώρα ἀναφέρει, ἔχουν δοθεῖ ὡς ἀνταμοιβὴ οἱ κατάλληλες τιμὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενὸς καὶ στὸν βαθμὸ τῆς βελτιώσεώς του. Ἐδῶ ὁ Κύριος ὑπόσχεται τὴν ὑψηλοτάτη κορυφὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποῦ συνίσταται στὸ νὰ δοῦμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο, μυστικὰ καὶ νοερά, τὴν ἀπαθῆ καὶ μακάρια οὐσία Του. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία ὁ θεῖος ψαλμωδὸς λέγει: «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ;»[24]. Σὲ ἄλλο χωρίο λέγει: «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοὶ τὴν δόξαν σου»[25]. Ἐδῶ ὁ προφήτης ἀποκαλεῖ χορτασμὸ τὴν πιὸ τέλεια μυστική, ἄρρητη καὶ ἀκόρεστη ἀπόλαυση τοῦ θείου κάλλους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία θὰ ἀξιωθοῦν ὅσοι καθάρισαν ἀρκετὰ τὶς καρδιές τους, ὄχι μόνο ἀπὸ ὅλα τα μιάσματα τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ψυχικὴ ἀρρώστια, δηλαδὴ τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὸν φθόνο, τὴν σατανικὴ ὑπερηφάνεια, τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν καταδίκη του συνανθρώπου, καθὼς καὶ γενικῶς κάθε κακὴ πράξη, τὴν πονηριά, τὴν δολοπλοκία, τὸν δόλο καὶ τὶς πονηρὲς σκέψεις. Μὲ ὅλα αὐτά, ἀκόλαστη ψυχή, νοσεῖ ἡ καρδιά μας καὶ ἀκόμη πλήττεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς νόσους μὲ διάφορους τρόπους, παραμένοντας ἀναίσθητη.
Γιὰ νὰ εἶσαι βέβαιη ὅτι αὐτὸ ὄντως εἶναι ἔτσι, ἃς ἐξετάσουμε προσεκτικά, ψυχή μου, τὶς πονηρὲς σκέψεις ποῦ ὑπάρχουν στὴν καρδιά μας. Ὁπωσδήποτε ἐκεῖ θὰ βρεῖς νὰ κρύβονται ἡ κάθε παρανομία καὶ ἡ καθόλου θεάρεστη ὑψηλοφροσύνη τῶν Φαρισαίων, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας δικαιολογεῖς σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν θεωρεῖς καλύτερο ἀπὸ τὸν καθένα ποῦ ἀσκεῖται στὴν ἀρετή, καὶ κάθε ἄνθρωπο τὸν θεωρεῖς χειρότερο ἀπὸ σένα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ζεῖ μία ἁγία ζωή. Ἂν τυχαίνει ὁ πλησίον σου νὰ ἁμαρτάνει σὲ κάτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῆς σάρκας του, τὸν καταδικάζεις ὡς Φαρισαῖος, τὸν ἀποδοκιμάζεις καὶ δὲν παύεις μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐπικρίνεις μπροστά σε ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἂν ὅμως τὸν βλέπεις νὰ ζεῖ ἐνάρετα καὶ νὰ ἐπαινεῖται ἀπὸ ὅλους, ἡ καρδιά σου ἀμέσως πληγώνεται ἀπὸ τὸ βέλος τῆς ζήλειας καὶ σὲ κυριεύει θλίψη ἐξαιτίας τῆς ἐνάρετης ζωῆς τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀποδείχθηκε καλύτερος ἀπὸ ἐσένα μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ εἶσαι ἀναστατωμένη καὶ πληγωμένη ἀπὸ τὸ βέλος τῆς ζήλειας, ἀρχίζεις νὰ τὸν μισεῖς καὶ προσπαθεῖς μὲ κάθε τρόπο νὰ τοῦ βάλεις ἐμπόδιο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸν ἀγώνα του πρὸς τὸ καλύτερο.
Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μιάσματα τῶν κρυφῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν μας; Εἶναι ἀληθῶς τρομερά, ἀπαίσια καὶ πολύμορφα. Ἐπειδὴ μᾶς ἀναστατώνουν ὄχι μόνο το τυχαῖο βλέμμα σὲ μία γυναίκα ἡ στὸ ὄμορφο πρόσωπο ἑνὸς ἐφήβου, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ φωνή τους, ὅταν τὴν ἀκούσουμε, ἥ τα ἐνδύματά τους ποῦ βρέθηκαν στὰ χέρια μας. Ἀλλὰ γιατί νὰ μιλῶ γιὰ τὴν ὅραση, τὴν φωνὴ καὶ τὰ ἐνδύματα; Πολλὲς φορὲς –μόνο μία, ἡ πιὸ ἀμυδρὴ σκέψη ἡ ἡ ἀκόλαστη ἀνάμνηση γι’ αὐτούς– προκαλοῦν αἰφνιδίως τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας, καῖνε τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ φλόγα, ὥστε ἡ σάρκα ἀρχίζει τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ μαίνεται καὶ νὰ παραφρονεῖ. Πῶς θὰ γίνουμε ἀντάξιοί της χάρης τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἴμαστε μιασμένοι μὲ τόσους τρόπους στὴν σάρκα καὶ τὸν νοῦ μας; Εἶναι ἀδύνατο, τελείως ἀδύνατο, ψυχή μου, νὰ λάβουμε τὴν Χάρη, πρὶν νὰ νεκρώσουμε «τὰ μέλη ἠμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία»[26], σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον»[27]. Πῶς ὅμως νὰ νεκρωθοῦν «τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», ὅταν τρῶμε ἄφθονα νοστιμότατα φαγητά, λαμβάνουμε πάντοτε χρυσάφι καὶ ἀσήμι, ἀλλὰ καὶ τιμὴ καὶ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ στὴν δόξα καὶ πάντοτε σκοτίζεται ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν ζήλεια καὶ τὸν φθόνο; Ἐμεῖς, ψυχή μου, ἔχουμε φύγει ἀπὸ τὴν ἐνάρετη καὶ ἀπλανῆ κατοικία τῶν ὁσίων μοναχῶν καὶ πορευόμαστε ἀπερίσκεπτα «ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως»[28], ὄχι ὅμως ὅπως πορευόταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι ζηλωτὲς τῶν ἐπουρανίων ἀγαθῶν. Αὐτοὶ ἀμέσως ἐγκατέλειψαν τὴν πατρίδα τους, τοὺς γονεῖς, τοὺς συγγενεῖς, τὸ ἄφθονο φαγητὸ καὶ κάθε σωματικὴ ἡσυχία καὶ ἔφυγαν ἀνεπιστρεπτὶ γιὰ τὶς πιὸ ἀπόμακρες ἐρήμους, σηκώνοντας τὸν σταυρό τους, δηλαδὴ τὴν ἑκούσια νέκρωση τῶν σαρκικῶν καὶ πνευματικῶν παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἀκολουθώντας σταθερὰ τὴν σωτήρια ἐντολὴ τοῦ Κυρίου τους, ὁ ὁποῖος λέγει: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»[29]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Οὕτως οὒν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πάσι τοῖς ἐαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητὴς»[30].
Ἑπομένως, ψυχή μου, θὰ πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε ὄχι μόνο ὅλα τα κτήματά μας, ἀλλὰ καὶ τὶς ἴδιες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ σαρκικά μας πάθη, καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας νὰ μισήσουμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ τὴν μέλλουσα δόξα καὶ ζωή. Ἐπίσης νὰ ζήσουμε τὴν ζωή μας μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, μὲ εὐσέβεια καὶ μὲ ἦθος. Καὶ ἀφοῦ πράξουμε ὅλα αὐτά, ἃς ποῦμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς μᾶς μαζὶ μὲ τὸν προφητάνακτα: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[31]. Ἂν ἀξιωθοῦμε, ψυχή, νὰ ὑπομείνουμε τὴν θλίψη, τὴν στενοχώρια, τὴν ἁρπαγὴ τῶν κτημάτων μας, τὶς πληγές, τοὺς διωγμούς, τὴν φυλακὴ καὶ τὸν θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸν Θεό, ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας θὰ εἶναι γιὰ μᾶς σταθερή, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο ὁρισμὸ ποῦ λέγει: «Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν»[32].
Καὶ ὅσο διατηροῦμε, ψυχή μου, τὶς προηγούμενες κοσμικές μας συνήθειες καὶ δὲν ἀποβάλλουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, τόσο θὰ ἀναφωνῶ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ: «Εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων. Εἰς μάτην ὑμίν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης»[33]. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολή, κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ζωῆς τοὺς τρῶνε μὲ κάθε ἀδικία καὶ ἀπληστία τὰ ἔργα τοῦ ἱδρώτα τῶν πτωχῶν καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνομία, τρῶνε ἀληθινὰ τὸν ἄρτο τῆς ὀδύνης καὶ ὄχι τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς. Αὐτοὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ καταλάβουν ὀρθὰ καὶ θεάρεστα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἡ ὁλοκαυτώματα»[34]. «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα», λέγει. Γιατί; Διότι «ἐν ἡμέρα πονηρὰ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος»[35]. Καὶ ὁποῖος τρώει τὸν πτωχὸ καὶ τὸν καταπιέζει, ζητώντας καθημερινά τους τόκους, εἶναι ξένος πρὸς αὐτὴν τὴν μακαριότητα. Αὐτὸς δὲν θὰ λάβει τὴν μακαριότητα καὶ τὴν σωτηρία «ἐν ἡμέρα πονηρά», ἐπειδὴ οἱ ἄδικοι καὶ οἱ τοκογλύφοι δὲν κληρονομοῦν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[36]. Καὶ ἂν λόγω τῶν παραβάσεων τῶν προαναφερομένων ἐντολῶν «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας», τότε εἶναι φανερὸ ὅτι λόγω τῶν ἀντιθέτων, δηλαδὴ τῆς ἀληθείας, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλοπτωχείας καὶ τῆς συμπόνιας σὲ ὅσους ζοῦν στὴν θλίψη, «ἔρχεται» ἀπὸ τὸν Θεὸ κάθε χάρη καὶ εὐλογία στοὺς «υἱοὺς» τοὺς θεοσεβεῖς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια: «Ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[37].
Ἔτσι, ψυχή μου, ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα θεόπνευστα ρητά του Ἁγίου Πνεύματος μάθαμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ ἀγαθοῦ Κυρίου μας καὶ τὴν ἀγαθότητά του πρὸς ὅσους Τὸν φοβοῦνται λόγω καὶ ἔργω. Ἐπίσης μάθαμε καὶ τὴν φοβερὴ «ὀργὴ Θεοῦ» ποῦ «ἀποκαλύπτεταιΙ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικία κατεχόντων»[38], ποῦ ποδοπατοῦν τὶς σωτήριες ἐντολές Του καὶ ζοῦν ἀνάξια του εὐαγγελικοῦ καὶ ἀποστολικοῦ βίου, καὶ πρωτίστως ἠμῶν τῶν ἰδίων, ποῦ ἐν γνώσει μᾶς παραβαίνουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Ἃς μὴ μένουμε λοιπὸν στὴν ἄγνοια καὶ στὴν ἀναισθησία μας, μέσα στὶς ὁποῖες ζήσαμε τὸν προηγούμενο χρόνο τῆς ἀκόλαστης ζωῆς μας, ἀλλὰ ἃς ἐγερθοῦμε ἀμέσως ἀπὸ τὸν βαθὺ ὕπνο τῆς ἀναισθησίας καὶ ἃς φοβηθοῦμε μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ μᾶς τὴν πραγματικὰ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ ἀκόμη περισσότερο ἐκείνη τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποῦ ἔρχεται αἰφνιδίως, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα, ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Κύριός μας[39]. Ἃς εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι καὶ ἃς ἀγρυπνοῦμε ἐφαρμόζοντας ἐπιμελῶς τὶς ἅγιες ἐντολές Του, στολίζοντας τὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς καλὲς καὶ θεάρεστες πράξεις τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀληθείας καὶ τῆς θεοπρεποὺς εὐσπλαγχνίας πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν θλίψη καὶ τὴν ἔνδεια. Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε ἐν δεξιά του δίκαιου Κριτῆ καὶ θὰ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ ὅλους τους δίκαιους τὴν πολυπόθητη καὶ μακαριότατη ἀπόφαση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[40]. Ἂν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ Σωτήρα μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἀτελεύτητη βασιλεία Του, τότε ἃς ἀποδείξουμε τὴν πίστη μας στὶς ἅγιες ἐντολές Του μὲ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ κουρέλια, ἐπειδὴ ἡ πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρὴ[41] καὶ τελείως ἄχρηστη.
Πρὸς τοὺς ἀναγνῶστες αὐτοῦ του Λόγου
Ἐσεῖς ποῦ χαίρεστε μὲ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ νομοθεσία, νὰ δεχθεῖτε μὲ ἀγαλλίαση τὴν πνευματικὴ δύναμη αὐτοῦ του Λόγου καὶ νὰ τὸν μετατρέψετε μὲ τὴν καλοσύνη σας σὲ ἔργο. Νὰ προσπαθήσετε νὰ τὸν δεχθεῖτε μὲ ἀγάπη καὶ νὰ τὸν προσέξετε χωρὶς ἀμφιβολίες, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Λόγος περὶ μετανοίας περιέχει μέσα του μεγάλο ὄφελος. Νὰ ἀνταμείψετε, σᾶς παρακαλῶ, τὸν συγγραφέα αὐτοῦ του λόγου μὲ τὶς προσευχές σας, γιὰ νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ μαζί σας νὰ κάνω πράξη τὴν διδασκαλία του. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἃς μὴ μὲ θεωρεῖ, σᾶς ἱκετεύω, ὡς αὐτὸν ποῦ ἔχει ἐκτελέσει πλήρως ὅσα λέγει ὁ λόγος αὐτός, ἐπειδὴ εἶμαι ἀληθινά το ἄκαρπο αὐτὸ δένδρο, δίπλα στὸ ὁποῖο «ἤδη [δὲ] καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν [τῶν δένδρων] κεῖται· πᾶν οὒν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»[42]. Εἶμαι ἐκεῖνος ὁ δρόμος καὶ ἐκεῖνες οἱ πέτρες καὶ ἐκεῖνα τὰ ἀγκάθια, ὅπου πέφτει ὁ σπόρος ποῦ ἔριξε ὁ οὐράνιος Σπορέας καὶ πεθαίνει χωρὶς νὰ Τοῦ φέρει καρπὸ[43]. Εἶμαι τὸ ἄχυρο ποῦ καίει τὸ αἰώνιο πῦρ[44]. Γι’ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, νὰ προσεύχεστε γιὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ μαζὶ μὲ τὴν ἁγιότητά σας νὰ γίνω τὸ καθαρὸ σιτάρι, ποῦ μαζεύουν στοὺς αἰώνιους σιτοβολῶνες τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δόξα Τῷ Κυρίω εἰς αἰώνα τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

ομοια

(Μέρος 1ο)

Ὁ μακάριος καὶ θαυμαστὸς προφήτης, θεάρεστος καὶ πολὺ ἐνάρετος βασιλέας, ὁ ἔνδοξος Δαυίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: «Εὗρον Δαυὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τα θελήματά μου»[1]. Αὐτὸς ὁ τόσο ὑπέροχος ἄνδρας, θαυμάζοντας τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἄρρητη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, τοῦ λέγει μὲ μεγάλο θαυμασμό: «Τί ἔστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκη αὐτοῦ, ἡ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτη αὐτὸν»[2]; Ἐπίσης λέγει: «Ἄνθρωπος ματαιότητι ὠμοιώθη, αἳ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παραγουσιν»[3]. Ἐδῶ παρομοιάζει, πολὺ σοφὰ καὶ εὔστοχα, τὸ τέλος τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας μὲ τὴν ματαιότητα. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλεύσει ἡ σκεπαστεῖ μὲ μικρὸ σύννεφο, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἡ σκιὰ ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου. Ἀνάλογα καὶ ἡ ζωὴ μᾶς τελειώνει ἀμέσως, μόλις φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ ποῦ τοῦ δίδει ζωή. Ἀλλὰ παρὰ τὴν τόσο μεγάλη πενία καὶ μηδαμινότητά μας, ὁ πανάγαθος Δημιουργός μας δὲν παύει νὰ μᾶς φροντίζει καὶ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ μὲ κάθε τρόπο. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἀχάριστοι πῶς ἐκτιμᾶμε τὴν τόσο μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ μας καὶ τὴν εὔνοιά Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ πῶς μποροῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὴν πρόνοια πρὸς ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς συνεχεῖς εὐεργεσίες καὶ ἐπισκέψεις Του;Ἐξαρχῆς μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του[4], ἐνῶ προηγουμένως ἐμεῖς δὲν ὑπήρχαμε καὶ δὲν Τὸν παρακαλούσαμε γι’ αὐτό. Αὐτὸς ὁ ἴδιος, λόγω τῆς ἄρρητης ἀγαθότητάς Του, δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ ὅν. Ὕστερα ἐπιθύμησε νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του καὶ νὰ τὸν θέσει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τα δημιουργήματά Του ὡς ἡγεμόνα ἡ ἄρχοντα. Πρὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου τακτοποίησε πρῶτα τὸν ὑπέροχο κῆπο, ὁ ὁποῖος στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλεῖται συνήθως παράδεισος· καὶ τὸν δημιούργησε στὸν καλύτερο τόπο τῆς γῆς, τὸν ὀνομαζόμενο Ἐδέμ, ποῦ φωτίζεται συνεχῶς μὲ φῶς, ὅπου φυσάει καθαρότατος ἀέρας μὲ ὑπέροχες εὐωδίες. Ἐδῶ ὅρισε τὴν διαμονὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ζεῖ πάντοτε στὴν μακαριότητα καὶ τὴν ἀπάθεια.
Καὶ θὰ ἔμενε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνοντας πάντοτε αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἂν δὲν παρέβαινε τὴν θεία ἐντολὴ ποῦ τοῦ εἶχε δοθεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ προφήτη τοῦ Θεοῦ, ποῦ λέγει μὲ θλίψη: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμὴ ὧν οὐ συνῆκε»[5]. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ τιμὴ ποῦ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, τὸ ἔδειξε μὲ τὰ λόγια: «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς», ὄχι ὅμως κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ καὶ τὴν κτηνώδη συμπεριφορά. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, μετὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ὑπέστη ἀμέσως τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ἦλθε σὲ ἕνωση μὲ τὴν γυναίκα του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δημιουργὸς τὸν παιδαγώγησε, ἐπειδὴ ἔχασε τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἀγγελικὴ τιμή! Τὸν ἐπισκέφθηκε ὅμως ἀμέσως ὡς φιλάνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθότητά Του τοῦ ἔδωσε χείρα βοηθείας. Τὸν ἔδιωξε βέβαια ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ παναγνὴ κατοικία του, ἐπειδὴ ἔχασε τὸν λόγο καὶ ἔπεσε σὲ ἀλογία καὶ σὲ κτηνώδεις ἐπιθυμίες. Δὲν ἅρμοζε αὐτὸς ὁ θεϊκὸς καὶ ἄξιος των Ἀγγέλων τόπος νὰ βεβηλωθεῖ μὲ τόσο ἀδιάντροπους κτηνώδεις πόθους. Ἂν καὶ τὸν ἔδιωξε ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοῦ στέρησε τὴν ἀγγελικὴ τιμή, δὲν τοῦ στέρησε καθόλου τὴν θεία καὶ φιλάνθρωπη Πρόνοιά Του, μολονότι ἐπέτρεψε νὰ φθαρεῖ λόγω τῆς ὑπακοῆς του στὸν ὄφι, ποῦ τὸν ἀποπλάνησε.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλή του πτώση, ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε ἀμέσως. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ κρύφτηκε, τὸν φώναξε λέγοντας: «Ἀδὰμ ποῦ εἰ;»[6] Δὲν τὸν ρώτησε γιὰ νὰ μάθει τὸν τόπο ὅπου κρύφτηκε, καὶ δὲν Τὸν ἐνδιέφερε νὰ τὸ μάθει. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση ὁ Θεὸς τοῦ ὑπενθύμιζε ἀπὸ ποιὰ δόξα καὶ ἀγγελικὴ τιμὴ σὲ ποιὰ ἀκολασία καὶ ἀτιμία εἶχε ξεπέσει, ἀφοῦ στερήθηκε ἀμέσως τὴν θεία Χάρη καὶ δόξα, ποῦ μέχρι τότε σκέπαζε τὴν γύμνια του καὶ τὸν κοσμοῦσε θαυμάσια. Ἐπίσης τοῦ ὑπενθύμισε τὸ προηγούμενο θάρρος του πρὸς τὸν Δημιουργό του, ὅταν χωρὶς πρόσκληση ἐπισκεπτόταν ἄφοβα τὸν Κύριό του καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο καὶ χαρούμενη ψυχὴ στεκόταν μπροστά Του ἀπολαμβάνοντας τὶς θεῖες συνομιλίες Του. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐκδιώχτηκαν οἱ δυό τους ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἄρχισαν νὰ γεννιοῦνται παιδιά, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοὺς Κάιν δολοφόνησε τὸν ἀδελφό του, τὸν ἐνάρετο Ἀβελ, ἀκόμη καὶ τότε ὁ πανάγαθος Θεὸς δὲν ἔπαψε νὰ εὐεργετεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἀμέσως ὁ Θεὸς παρουσιάσθηκε στὸν μιασμένο δολοφόνο καὶ μὲ τὴν συνηθισμένη ἀνθρώπινη φωνὴ Τοῦ τὸν ρώτησε ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός του. Ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ καθαρισθεῖ ὁ Κάιν μὲ τὴν ἐξομολόγηση τῆς δολοφονίας ποῦ διέπραξε, καὶ τότε θὰ τὸν ἀξίωνε τῆς χάριτος καὶ τῆς φιλανθρωπίας Του. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ θράσος καὶ χωρὶς ντροπὴ Τοῦ ἀπήντησε: «Οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;»[7] Ἀκόμη καὶ τότε ὁ φιλάνθρωπος δὲν τὸν θανάτωσε ἀμέσως, ἀλλὰ οὔτε τὸν ἄφησε ἀτιμώρητο. Τοῦ ἐπέβαλε τιμωρία, τὴν παράλυση τῶν μελῶν του καὶ τοὺς ἀτελείωτους στεναγμοὺς[8], γιὰ νὰ ὑποφέρει ἀπὸ συνεχῆ λύπη σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κολασμένης ζωῆς του καὶ νὰ μετανοεῖ συνεχῶς γιὰ τὴν ἀσεβῆ πράξη του νὰ ἀποτελεῖ δὲ γιὰ τοὺς ἄλλους παράδειγμα τῆς φοβερῆς καὶ δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι τιμωρὸς κάθε βδελυρῆς πράξεως. Καμμία τέτοια πράξη δὲν μένει ἀτιμώρητη, ὅπως ὑμνεῖ ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός: «Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαρρησιάσατο»[9].
Ἃς δοῦμε τώρα, τί ἔγινε ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ πόσο σαφεῖς καὶ θαυμαστὲς ἀποδείξεις τῆς προνοίας τοῦ Παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τῆς ἀγαθότητάς Του παρουσιάζουν τὰ μετέπειτα γεγονότα. Ὅσο αὐξανόταν τὸ γένος μας, μαζί του αὐξανόταν καὶ κάθε κακία ἐκ μέρους μας. Ὅταν ὁ Λάμεχ, ποῦ δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γενιὰ τοῦ Σὴθ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καταραμένη φυλὴ τοῦ Κάιν, δολοφόνησε τοὺς δυὸ ἀδερφοὺς τοῦ ἐναρέτου Ἐνὼχ καὶ πῆρε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὶς γυναῖκες τους, τὴν Ἀδὰ καὶ τὴν Σελλὰ[10], ὁ ἐνάρετος Ἐνὼχ προσευχήθηκε νὰ τὸν βρεῖ καὶ αὐτὸν ὁ ἴδιος θάνατος. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ προσέτρεξε σὲ βοήθεια –»ἐγγὺς Κύριος πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθεία»[11]–, τὸν «μετέθηκεν» ζῶντα, ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ «καὶ οὒχ ηὐρίσκετο» ὁ Ἐνὼχ[12] ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς του. Κατὰ τὴν φιλανθρωπία Τοῦ τὸν κρατᾶ ὁ Θεὸς ζῶντα, ὥσπου νὰ ἔλθει ὁ Ἀντίχριστος, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν αὐτὸς καὶ ὁ μακάριος Ἠλίας τὸν πιστὸ χριστιανικὸ κόσμο καὶ νὰ τοὺς στηρίξουν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀγάπη Του· νὰ στρέψουν στὴν ἀναμάρτητη καὶ καθαρὴ πίστη ὅσους βρεθοῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ ἄξιοι σωτηρίας ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων καὶ μὲ τὰ μεγάλα θαύματα, ποῦ θὰ κάμει τότε ὁ Κύριος διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν Του, γιὰ νὰ στηλιτεύσει τὸν ἀσεβῆ καὶ θεομάχο ἀντίχριστο, νὰ δείξει ὅτι εἶναι ψεύτης καὶ κόλακας. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ θαυμαστὴ καὶ ἄρρητη θεία Πρόνοιά Του γιὰ ἐμᾶς ποῦ εἴμαστε ξένοι ὡς πρὸς τὴν Χάρη, ὥστε ὄχι μόνο οἰκονομεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς κατὰ τὸν παρόντα χρόνο, ἀλλὰ προετοιμάζει τὴν σωτηρία γιὰ πιστοὺς καὶ ἀπίστους καὶ κατὰ τὸν μέλλοντα χρόνο. Θὰ στείλει τοὺς προφῆτες Του μὲ θαύματα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὴν ὀρθὴ πίστη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ στρέψει τοὺς ἀπίστους ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ποῦ τὴν κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς προγόνους τους, πρὸς τὸ ἀναμάρτητο φῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ἃς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν διαχρονικὰ φιλάνθρωπη πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς, ποῦ εἶναι μεγάλη, θαυμασία καὶ ὑπερβαίνει κάθε λόγο καὶ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ὅταν αὐξήθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπὶ τοῦ Νῶε καὶ οἱ ἄνθρωποι παραδόθηκαν ἀδιάντροπα σὲ κάθε κακό, ὅπως τὸ λέγει ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὠσηέ, «ἀκούσατε λόγον Κυρίου, υἱοὶ Ἰσραήλ, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίω πρὸς τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, διότι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ ἔλεος οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀρὰ καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ αἵματα ἀφ’ αἵμασι μίσγουσι»[13], τότε, βλέποντας ὅτι ἔκαμαν μὲ θράσος καὶ χωρὶς φόβο αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ ἀκόμη χειρότερα καὶ ὅτι ἤσαν πλέον ἀνίατα ἄρρωστοι, τοὺς ἔστειλε τὸν φοβερὸ κατακλυσμό. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς ἔστειλε τὸν ὁριστικὸ ὄλεθρο. Στὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του, στὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ τοὺς προσέφερε τὴν σωτηρία, ἀφοῦ τοὺς διέσωσε μέσα στὴν γερὴ ξύλινη κιβωτό, προνοώντας ἔτσι, ὥστε νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος[14]. Πόσο ἀκατάληπτη καὶ ἀνείπωτη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων! Ἐξολόθρευσε τὴν κακία ἐκείνων καὶ καθάρισε ὅλη τὴν γῆ ἀπὸ τὸ μίασμα, ἐνῶ ἄφησε σὲ μᾶς, τὶς μεταγενέστερες γενεές, τὴν ἀπόδειξη τῆς δικαίας ὀργῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης Του, γιὰ νὰ Τὸν γνωρίζουμε, νὰ Τὸν φοβόμαστε, νὰ Τὸν ντρεπόμαστε καὶ νὰ ζοῦμε δίκαια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Ὅταν μετὰ τὸν κατακλυσμὸ οἱ ἄνθρωποι πάλι πολλαπλασιάστηκαν, συμφώνησαν, λόγω τῆς μεγάλης ἀνοησίας καὶ τῆς ἀναισθησίας τους νὰ οἰκοδομήσουν ὑψηλὸ πύργο, γιὰ νὰ καταφύγουν σὲ αὐτόν, στὴν περίπτωση ποῦ θὰ τοὺς ἔστελνε ὁ Κύριος νέο κατακλυσμό. Τότε Αὐτὸς διέλυσε καὶ αὐτὴν τὴν ἀνόητη συμφωνία τους. Τοὺς ὁδήγησε σὲ ἀσυνεννοησία[15], διδάσκοντάς τους δὶ’ αὐτῶν ποῦ ἔχουν ἐξουσία ἐπὶ γῆς νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεὸ καὶ μόνο σὲ Αὐτὸν νὰ προστρέχουν σὲ κάθε ἀνάγκη καὶ σὲ ὅλες τὶς δυστυχίες τους καὶ νὰ μὴν ἐλπίζουν στὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὸν πλοῦτο τους, ἀλλὰ νὰ συμβουλεύονται τὸν προφήτη: «Δὸς ἠμὶν βοήθειαν ἐκ θλίψεως καὶ ματαῖα σωτηρία ἀνθρώπου»[16]. Καὶ πάλι λέγει: «Ὁ Θεὸς ἠμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἠμᾶς σφόδρα»[17], καθὼς καὶ νὰ θυμοῦνται πάντοτε τὸ ρητό: «Οὐ σώζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. Ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῶ»[18].
Ἀλλά, ὅπως ἔγραψε ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, «τὶς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ»; Κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸ ἐκφράσει, ὁπότε καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό, σταματῶ τὴν ἀναφορὰ στὴν σωτήρια πρόνοια τοῦ φιλανθρώπου Σωτῆρος μας. Αὐτὸς φρόντισε μόνος Του καὶ διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν Τοῦ τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ τὸν φρόντιζε σαράντα χρόνια, ἀνεχόμενος τὴν ἀνταρσία του καὶ δείχνοντας μὲ κάθε τρόπο σὲ αὐτὸν καὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν ἄρρητη Χάρη Του καὶ τὴν μεγάλη πρόνοια ποῦ ἔχει Αὐτὸς ὡς φιλόστοργος Πατέρας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν πλασμάτων Του.
Ὅμως θὰ ἀφήσω ὅλα αὐτὰ καὶ θὰ περάσω στὸ μέγιστο καὶ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, ποῦ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ καὶ κάθε λόγο. Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτος σὲ κάθε ἀκροατή, ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκεῖνον, ποῦ ἐκ τῶν προτέρων ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ φωτισθεῖ ἄνωθεν, ὅπως διδάσκει ὁ θεηγόρος Παῦλος λέγοντας: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ εὐαγγέλιον ἠμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον, ἐν οἶς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγᾶσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ»[19]. Ὁ ἀόρατος, ἀσώματος καὶ παντοδύναμος Θεὸς ἐνδύθηκε τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἁλυσσοδέθηκε, ἐνεπτύσθη, ὑπέστη χλευασμό, μαστιγώθηκε καὶ σταυρώθηκε σὰν ἕνας ληστής, πέθανε καὶ ἐτάφη. Ἐὰν ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἔλαβαν ἄνωθεν τὴν Χάρη καὶ τὴν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκούσουν αὐτὰ τὰ αἴσχη γιὰ τὸν μόνο ἀθάνατο, ἀπαθῆ καὶ παντοκράτορα Θεό, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ γελάσουν καὶ νὰ μὴ θεωρήσουν τὰ ἀναφερόμενα ἀνάξια του Θεοῦ; «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται», λέγει ὁ θεῖος Παῦλος[20]. Καὶ πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτούσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητούσιν, ἠμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἔλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τὲ καὶ Ἔλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν. Ὅτι τὸ μωρόν του Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενές του Θεοῦ ἰσχυρότερόν των ἀνθρώπων ἐστὶ»[21].
Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους αὐτὸ ἀποτελεῖ πλάνη, ὅταν ἀκοῦνε τὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ λέγει γιὰ τὸν Μεσσία ποῦ περιμένουν: «Κύριος εἶπε πρὸς μέ· υἱός μου εἰ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοὶ ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς»[22]. Ἐπειδὴ ἑρμηνεύουν τὴν Γραφὴ σαρκικὰ καὶ ὄχι πνευματικά, περιμένουν ὅτι Αὐτὸς θὰ εἶναι κοσμικὸς βασιλέας κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καὶ ὅτι θὰ ἔλθει νὰ τοὺς βοηθήσει, προσφέροντάς τους ἄφθονο πλοῦτο καὶ δόξα, συνοδευμένος ἀπὸ ἀμέτρητο ἔνοπλο στρατό. Ὅταν ὅμως δοῦν ὅτι ὅλα αὐτὰ ποῦ συνέβησαν εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὶς ἐλπίδες τους, πέφτουν σὲ μεγάλη πλάνη καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσία τὸν δοξαζόμενο καὶ προσκυνούμενο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
/
Ἐξάλλου, οἱ Ἕλληνες ἀντιλαμβάνονται ὡς ἀνοησία τὴν ἀληθῆ πίστη ποῦ ἀκολουθοῦμε, τὴν ὁποία ἐκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο Πάγο[23], διδάσκοντας, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι Αὐτὸν ὁ Θεὸς θὰ κρίνει δίκαια τὴν οἰκουμένη, «ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει παραφροσύνη αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ἀνόητο χλευασμὸ τῶν ἀπίστων Ἑλλήνων καὶ ὄχι τὸ εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικὸ κήρυγμα. Λέγει ὁ ἴδιος παρακάτω: «Ἰουδαίοις τὲ καὶ Ἔλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»[24]. Δηλαδὴ δὲν κηρύττουμε τὴν πλάνη καὶ τὴν παραφροσύνη, ἀλλὰ «Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» σὲ ὅσους κλήθηκαν ἀπὸ τὴν θεία Χάρη καὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ πίστεψαν μὲ ὅλη τὴν ψυχή τους στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας. Ἀναφέρει τὴν «δύναμιν», ἐπειδὴ τελικὰ ἡ ἰσχὺς τῶν δαιμόνων καὶ ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων ἐξολοθρεύτηκαν τελείως ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς δὶ’ Αὐτοῦ καὶ ἀπὸ Αὐτόν, τὸν Σωτήρα, ὅπως τὸ εἶχε προαναγγείλει ὁ προφητάναξ Δαβὶδ λέγοντας: «Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἳ ρομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ’ ἤχου»[25]. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμὶν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πάσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»[26]. Ἀλλὰ καὶ ἡ προφητεία τοῦ Δαυὶδ προαγγέλλει λέγοντας: «Φωνὴ Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, καὶ συντρίψει Κύριος τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου»[27].
Ποιὸς ἄλλος λόγος τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτός, ἂν ὄχι τὸ εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ποῦ κηρύσσουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ ὁποῖο διαλύθηκε τὸ σκότος τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ ἔλαμψε τὸ ἀΐδιο φῶς τῆς ἀληθινῆς εὐσεβείας καὶ θεογνωσίας; Ὡς «κέδρους», ποῦ ἔπεσαν ἀπὸ τὸν τόσο δυνατὸ λόγο, ἐννοεῖ τὰ θεομίσητα δαιμόνια, τὰ ὁποῖα ἀποκαλεῖ ἀλληγορικὰ ἔτσι, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ὑπερηφάνειάς τους λόγω τῆς μεγάλης σοφίας τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν «σοφίαν», ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχετυπικὴ σοφία τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καὶ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας Αὐτὸς δημιούργησε τὰ πάντα, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, «ἐν ὢ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»[28]. Ἡ σοφία μᾶς εἶναι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἀπὸ Αὐτὸν λάβαμε τὴν γνώση μας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι γνωρίζουμε τὰ ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γνωρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας ἀρχετυπικῆς καὶ προσκυνητὴς Τριάδος καὶ τὴν ἄρρητη φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ μας πρὸς ἐμᾶς καὶ τὴν ἀπόλαυση ἐκ μέρους τοῦ ἐναρέτου των μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τὴν φοβερὴ δευτέρα παρουσία τοῦ ἀδωροδοκήτου Κριτῆ. Τότε οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ παρόμοιοι μὲ ἐμένα ἁμαρτωλοὶ θὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους καὶ θὰ καταδικαστοῦν σὲ αἰώνια βάσανα, τὰ ὁποῖα θὰ ὑποστοῦν στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα. Ἐπίσης γνωρίσαμε καὶ τὸν ἄλλο ἀνεξάντλητο θησαυρὸ τῶν διδασκαλιῶν τῆς μυστικῆς θεολογίας, μὲ τὴν ὁποία Αὐτὸς μας διδάσκει διὰ διαφόρων εὐαγγελικῶν παραβολῶν καὶ παροιμιῶν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
(Μέρος 2ο)

Πόσα καὶ πόσο μεγάλα ἀγαθὰ καὶ ἀθάνατα δῶρα μᾶς προσέφερε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ μονογενοῦς· δῶρα ἐπάνω ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ κάθε λογική! Γι’ αὐτὸ δίκαια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἀποκάλεσε δύναμη καὶ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ κολασμένοι καὶ ἀχάριστοι, τί Τοῦ ἀνταποδίδουμε γι’ αὐτὰ τὰ ἀναρίθμητα ἀγαθὰ ποῦ μᾶς χάρισε; Μήπως συνειδητοποιοῦμε ὅτι συνεχῶς, μὲ τὶς διάφορες πονηρὲς πράξεις μας, Τὸν ἐξοργίζουμε καὶ δὲν τὸν τιμοῦμε, ἐνῶ πρέπει νὰ δοξάζουμε πάντοτε, μὲ κάθε τρόπο, τὴν ἄρρητη ἀγαθότητά Του πρὸς ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς δοξάζει καὶ Αὐτός, ὅπως λέγει ὁ προφήτης, «τοὺς δοξάζοντας μὲ δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν μὲ ἀτιμασθήσεται»[1]; Ὁ ἴδιος μας διδάσκει μὲ ποιὸν τρόπο πρέπει νὰ δοξάζεται: «Υἱὸς δοξάζει πατέρα καὶ δοῦλος τὸν κύριον αὐτοῦ. Καὶ εἰ πατὴρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καὶ εἰ Κύριος εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου;»[2] Μὲ ποιὸν τρόπο ὅμως ὁ υἱὸς δοξάζει τὸν πατέρα του; Προφανῶς μὲ τὸ νὰ πράττει συνεχῶς ὅ,τι εὐχαριστεῖ ἐκεῖνον καὶ νὰ μὴν παραβαίνει ποτὲ τὶς ἐντολές του, ἀλλὰ μὲ καλὴ θέληση νὰ τὸν ὑπακούει σὲ ὅλα. Ὁ δοῦλος δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβᾶται τὰ χτυπήματα καὶ ἄλλες τιμωρίες, ὑπακούει χωρὶς τὴν θέλησή του καὶ ἐκτελεῖ τὶς διαταγὲς τοῦ κυρίου του μὲ μεγάλο ζῆλο. Ἐμεῖς ὅμως, ποῦ ἔχουμε τόσο ἀγαθὸ καὶ γενναιόδωρο Κύριο καὶ Σωτήρα καὶ ἀξιωθήκαμε ἀπὸ Αὐτὸν τόσα δῶρα τῆς χάριτος, γιατί φερόμαστε πρὸς Αὐτὸν τόσο ἀνόητα καὶ ἀχάριστα; Ἔτσι ὄχι μόνο δὲν Τὸν δοξάζουμε καὶ δὲν Τὸν φοβόμαστε, ὅπως ὁ δοῦλος φοβᾶται τὸν κύριό του, ἀλλὰ καὶ δὲν Τὸν τιμοῦμε καὶ μὲ διάφορους τρόπους Τὸν πικραίνουμε πολύ, περιφρονώντας τὶς ἐντολές Του καὶ ζωντας σὰν εἰδωλολάτρες ποῦ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό.
/
Ἃς δοῦμε τώρα ἀναλυτικά, πῶς ζοῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τὴν ζωή μας. Ἀφοῦ καταλάβουμε τὴν ἀκολασία μας καὶ τὴν μεγάλη μας ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἃς μετανοήσουμε εἰλικρινὰ ἐνώπιόν Του, ὅσο ἔχουμε ἀκόμη χρόνο. Καὶ ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε πολὺ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, κατηγορώντας τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους λέγει: «Οὐαὶ ὑμίν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερά του νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κακείνα μὴ ἀφιέναι»[3]. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι; Εἴμαστε ἐμεῖς, ποῦ κατέχουμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, καὶ αὐτὲς οἱ μομφὲς καὶ αὐτὰ τὰ «οὐαὶ» ἀφοροῦν ἐμᾶς. Ἐμεῖς ποῦ ἀπορρίπτουμε τὴν πίστη –δὲν ἐννοῶ τὴν πίστη στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, μὴ γένοιτο!, ἀλλὰ τὴν πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τὴν τήρηση τους–, δὲν κρίνουμε δίκαια, δὲν δείχνουμε ἔλεος σὲ ὅσους ἀδικήθηκαν καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Ἀκοῦμε καὶ μὲ τὰ δυό μας αὐτιὰ αὐτὸν ποῦ φέρει περισσότερα δῶρα, ἄσχετα ἂν εἶναι ἄδικος ἡ ἀδικημένος, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παραβαίνουμε τὸ θέλημα τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ προφήτη Τοῦ ἀπειλεῖ: «Οὐαὶ οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιόν του δικαίου αἴροντες»[4]. Τί περισσότερο καὶ χειρότερο ὑπάρχει ἀπὸ αὐτά; Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τῶν Ἰουδαίων καὶ τῆς ἀπληστίας ἐκ μέρους τῶν δικαστῶν καὶ τῶν ἀρχόντων, ποῦ τοὺς ἔστειλε στὶς πόλεις ὁ βασιλέας, ὑπερισχύει τώρα τόσο πολύ, ὥστε ἀκόμη καὶ στοὺς ὑπηρέτες τοὺς αὐτοὶ ἐπιτρέπουν νὰ βρίσκουν διάφορες ἄδικες κατηγορίες ἐναντίον τῶν πλουσίων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ρίχνουν καμμιὰ φορᾶ τὴν νύχτα στὰ σπίτια τοὺς διάφορα ἀντικείμενα [ἐνοχοποιητικὰ στοιχεῖα]. Συμβαίνει ἀκόμη νὰ φέρουν τὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ νὰ τὸ ἀφήνουν μέσα στὸν δρόμο, ὥστε ἔχοντας ἕνα τέτοιο περιστατικό, σὰν ἀφορμὴ τῆς δῆθεν δικαιολογημένης ἐκδικήσεως γιὰ τὸν σκοτωμένο, νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο γιὰ τὴν δολοφονία τοὺς κατοίκους ὄχι μόνο μιᾶς καὶ μόνης ὁδοῦ ἀλλὰ ὅλης αὐτῆς τῆς περιοχῆς τῆς πόλεως. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ πάρουν ὡς ἀπαίσια καὶ θεομίσητα κέρδη μεγάλο ποσὸ ἀσημιοῦ.
Ποιὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ αἰώνα θὰ ἄκουγε ποτὲ κάποιον εἰδωλολάτρη νὰ ἔχει τολμήσει αὐτὸν τὸν φοβερὸ τρόπο τῆς ἀπληστίας ποῦ βρῆκαν τώρα οἱ ἀρχοντές μας; Πόσο ἄρρητη εἶναι ἡ πραότητά Σου καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὑπομονή Σου, Χριστὲ καὶ Θεέ! Ποῦ εἶναι σήμερα ἕνας προφήτης μὲ τόσο δυνατὴ φωνή, ὅπως ἦταν ὁ βροντόφωνος Ἠσαΐας, γιὰ νὰ στηλιτεύσει φανερὰ καὶ ἄξια τὶς διαπραττόμενες αὐτὲς ἀδικίες καὶ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία; Τί ἀπανθρωπιά, τί παραφροσύνη!
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουν ἄφθονα πλούτη καὶ περιουσίες καὶ ἐπὶ πλέον ἀνέλαβαν προσωρινὰ τὴν ἐξουσία, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ χειριστοῦν μὲ φόβο Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, μὲ κάθε δικαιοσύνη καὶ ἔλεος, ἀνεξάντλητο πλοῦτο στὸν οὐρανό. Ὅμως, κυριευμένοι ἀπὸ τὴν μανία τῆς ἀκόρεστης φιλαργυρίας, ἀδικοῦν, κερδοσκοποῦν, λεηλατοῦν τὰ κτήματα καὶ τὶς περιουσίες τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν, ἐπινοώντας κάθε εἴδους κατηγορίες ἐναντίον ἀθώων, χωρὶς νὰ ντρέπονται τοὺς γείτονές τους, τοὺς Πολωνοὺς καὶ τοὺς Γερμανούς, καὶ χωρὶς νὰ φοβοῦνται τὸν Θεό, τὸν τρομερὸ ἐκδικητὴ τῶν ἀδικημένων, ποῦ καταδικάζει τοὺς κερδοσκόπους σὲ αἰώνια μαρτύρια. Οἱ Πολωνοὶ καὶ οἱ Γερμανοί, μολονότι ἀνήκουν στὴν λατινικὴ αἵρεση, κυβερνοῦν τοὺς ὑπηκόους τους μὲ κάθε δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους ποῦ ὅρισαν οἱ πιστοὶ καὶ σοφοὶ βασιλεῖς –ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Θεοδόσιος, ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ὁ Λέων ὁ Σοφός– μὲ κάθε σωφροσύνη καὶ σοφία. Ποῦ μπορεῖς νὰ βρεῖς στοὺς Λατίνους τέτοιου εἴδους ἀδικία, ποῦ ὑπάρχει τώρα σὲ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους;
Ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας, ὁ φοβερὸς καὶ δίκαιος Κριτής, συμβουλεύει αὐστηρὰ λέγοντας: Νὰ ἀναζητεῖς τὴν ἀλήθεια σωστὰ καὶ δίκαια, «οὐ μὴ ὑποστείλη πρόσωπον ἀνθρώπου»[5]. Ἐὰν ἕνας πτωχὸς ἡ ἕνας πένης ἀποδειχθεῖ ἄδικος, μὴν τὸν ἐλεήσεις, ἐφόσον ἀλλοῦ συμβουλεύει: «Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει· οὐ λήψη πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ μὴ θαυμάσης πρόσωπον δυνάστου· ἐν δικαιοσύνη κρινεῖς τὸν πλησίον σου»[6]. Οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ δικαστὲς μᾶς ἀγνόησαν αὐτὴν τὴν δίκαιη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς πλεονεξίας τους. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁλόκληρη ἡ πόλη ἐμφανιζόταν μπροστά τους καὶ μαρτυροῦσε δυνατὰ κατὰ τοῦ ἀδικοῦντος, δὲν θὰ τὴν ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψη, ἀλλὰ θὰ διέτασσαν τὸν ἀδικοῦντα καὶ τὸν ἀδικούμενο νὰ λύσουν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους μὲ τὰ ὅπλα μὲ πολυάνθρωπη σύγκρουση. Ὅποιος νικοῦσε σὲ αὐτὴν τὴν σύγκρουση, θὰ ἐθεωρεῖτο ἀθῶος, ἀκόμη κι ἂν εἶχε διαπράξει ἀδικία. Τί πρωτοφανὴς ποδοπάτηση τῆς θείας ἐντολῆς εἶναι καὶ ἡ παραβίαση τῆς ὀρθῆς δικαιοσύνης! Ἐπιφέρουμε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μᾶς τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ ἀνόητα καὶ ἐκεῖ ποῦ δὲν τὸ περιμένουμε, ἂν εἶναι ἀληθινὸς ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου»[7].
Νά, δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ λυθεῖ ἡ διαφορὰ μὲ τὰ ὅπλα καὶ κάθε πλευρὰ ψάχνει γιὰ ἄνδρες ἔμπειρους στὴν μάχη. Ὁ ἀδικῶν ψάχνει τὸν γητευτὴ καὶ τὴν μάγισσα, ποῦ θὰ μποροῦσαν μὲ σατανικὴ παρέμβαση νὰ βοηθήσουν τοὺς πολεμιστές του. Τί πρωτοφανὴς ἀνομία εἶναι αὐτή!
Ποιὸ εἶδος τῆς κακίας μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτὴν τὴν σατανικὴ ἐπινόηση; Δὲν ἀκούσαμε νὰ ὑπάρχει τέτοια ἀνόητη συνήθεια οὔτε στοὺς πιὸ ἀπίστους. Ἐκεῖνοι κάθε ἀμφίβολη, κακὴ διαφορὰ τὴν ἔλυναν ἡ μὲ τὴν κατάθεση ἀξιοπίστων μαρτύρων ἡ μὲ ἔνορκη ὁμολογία. Ἔνδοξοι ἄρχοντες! Τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις δὲν εἶναι θεάρεστες, ἐπειδὴ αὐτοῦ του εἴδους οἱ δίκες ἔχουν ἐπινοηθεῖ μὲ σκοπὸ τὴν ἄδικη πλεονεξία καὶ τὴν ἀκόρεστη ἀπληστία, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων χάνουμε τὴν οὐράνια κληρονομιά. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ ὅτι ἀνήκουμε στοὺς εἰδωλολάτρες, ὅπως τὸν ἀκοῦμε νὰ λέγει στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους: «Τοῦτο γὰρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἡ ἀκάθαρτος ἡ πλεονέκτης, ὃς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[8]. Εἴμαστε χριστιανοὶ καὶ ὑπηρέτες τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ δικάζουμε καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὶς ὑποθέσεις τῶν ὑπηκόων μᾶς χριστιανικά, ὅπως μᾶς διέταξε ὁ δίκαιος κριτής μας, γιὰ νὰ δοξάζεται καὶ ὄχι νὰ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους εἰδωλολάτρες τὸ ἅγιο καὶ προσκυνητὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ ἀθωωτικὲς ἀποφάσεις ἐκ μέρους τοῦ δικαστηρίου ἐπιφέρουν στοὺς ἀπίστους δάκρυα καὶ ὀδυρμούς, ἐπειδὴ ἔχουν ληφθεῖ δίκαια καὶ ὀρθὰ καὶ τηροῦνται αὐστηρά, ὅπως ἐξαρχῆς καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀντιθέτως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι περιφρονοῦμε καὶ παραβαίνουμε τὰ πάντα. Φοβοῦμαι πολύ, μήπως ἀφοροῦν καὶ ἐμᾶς τὰ λόγια ποῦ εἶπε μὲ λύπη ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὰ ἄνομα Ἱεροσόλυμα: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστὴ Σιῶν, πλήρης κρίσεως, ἐν ἡ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτή, νῦν δὲ φονευταί. Τὸ ἀργύριον ὑμῶν ἀδόκιμον· οἱ κάπηλοί σου μίσγουσι τὸν οἶνον ὕδατι· οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθούσι, κοινωνοὶ κλεπτὼν ἀγαπῶντες δῶρα, διώκοντες ἀνταπόδομα, ὀρφανοῖς οὐ κρίνοντες καὶ κρίσιν χηρῶν οὐ προσέχοντες»[9]. Γι’ αὐτὸ ἃς γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἃς πάψουμε νὰ ὀργίζουμε τὸν Κύριο μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὶς σωτήριες ἐντολές Του. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει σαφῶς: «Ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν Σου»[10]. Ἐὰν εἴμαστε καταραμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω τῆς παραβάσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, τότε ποιὸς θὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο[11], ὅπου ἀποστέλλονται οἱ καταδικασμένοι, ὅπως τὸ δηλώνει Αὐτὸς ὁ ἴδιος λέγοντας μὲ ἀσυγκράτητη ὀργή: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιόν το ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»[12].
«Φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[13], ἀδελφοί. Γι’ αὐτὸ «προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῶ»[14]. Πρὶν ξεσπάσει ἡ δίκαιη ὀργή Του, ἃς προσπαθήσει ὁ καθένας μας νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὶς κακὲς πράξεις του, ἐπειδὴ ὡς «πρόσωπον» χαρακτηρίζεται ἐδῶ ἡ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγεται: «Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[15]. Μὲ αὐτὴν τὴν δυσβάστακτη καὶ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ταπεινώθηκε καὶ ἐκδιώχθηκε ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔχασε τὴν γῆ καὶ τὸ κράτος του, διασκορπίστηκε ἀνάμεσά σε ἄλλους λαοὺς στὴν διάρκεια ἤδη πολλῶν ἐτῶν, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ γι’ αὐτὸν ὁ προφητικὸς λόγος, ποῦ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μᾶς λέγει: «Σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν του μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον. Ἔκχεον ἐπ’ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς. Γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν»[16]. Ἃς φοβηθοῦμε αὐτὸ τὸ παράδειγμα καὶ ἃς πάψουμε νὰ ὀργίζουμε τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι φοβερός. Αὐτὸς δὲν θὰ ἐλεήσει ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκανε τόσα θεσπέσια καὶ ἀπίστευτα σημεῖα καὶ τέρατα στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, στὴν ἔρημο, στὴν ἴδια τὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δοξάζοντάς τους συνεχῶς καὶ παρουσιάζοντάς τους ὡς ἰσχυρούς. Καὶ ἀντιθέτως ντρόπιαζε τοὺς ἀντιπάλους τους καὶ τοὺς ταπείνωνε μὲ διάφορους τρόπους. Ἃς μὴν ἀποστρέψει τὸ βλέμμα του καὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως τὸ ἀπέστρεψε ἀπὸ ἐκείνους, ὥστε νὰ μὴν ὑποδουλωθοῦμε σὲ ὅλους ἐκείνους ποῦ μᾶς μισοῦν καὶ πραγματοποιηθεῖ γιὰ μᾶς τὸ θεῖο ρητὸ ποῦ λέγει: «Πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι. Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἑξάπινα· ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν»[17].
Ἐὰν ἐμεῖς, σὲ σχέση μὲ ἐκείνους, ἀξιωθήκαμε μεγαλύτερη χάρη καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε πρέπει νὰ ἔχουμε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, πράττοντας καλὲς καὶ δίκαιες πράξεις, γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθοῦμε χειρότεροι στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μας. Διότι τότε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία Του, ὅπως τὸ εἶπε ὁ ἴδιος: «Λέγω γὰρ ὑμὶν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[18].
Σᾶς ἱκετεύω, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶστε συγκαταβατικοὶ πρὸς ἐμένα, ποῦ σᾶς κηρύττω χωρὶς δισταγμό, μὲ θεῖο ζῆλο καὶ πνευματικὴ ἀγάπη. Νὰ προσέξετε, ὥστε νὰ κατανοήσετε τὴν δικαιοσύνη τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωυσέως, καθὼς καὶ τὴν ζωὴ ποῦ ζοῦμε ἐμεῖς παραβαίνοντας τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ἐὰν συγκρίνουμε τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν ζωὴ ἐκείνων. Ἐκεῖνοι, ὅπως καυχᾶται ἐκεῖνος ὁ μεγαλόστομος Φαρισαῖος, ὄχι μόνο δὲν ἀδικοῦσαν καὶ δὲν λεηλατοῦσαν ξένες περιουσίες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς δικές τους ἔδιναν μία δεκάτη στοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἐφρόντιζαν[19]. Ἐμεῖς ὅμως κάνουμε τὰ πάντα ἀπὸ ἀπληστία καὶ ἁρπακτικὴ διάθεση, χωρὶς αἰσχύνη καὶ φόβο. Παντοῦ βρίσκονται ληστὲς καὶ δολοφόνοι, κλέφτες καὶ ἅρπαγες, σκληροὶ καταπιεστές, ποῦ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἄτυχους ὀφειλέτες τοὺς τόκους ἐπὶ τόκων, ὀδηγώντας τους στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια. Τόσο πολὺ αὐξήθηκε ἡ ἀπληστία, ὥστε ὑποδούλωσε ἀκόμη καὶ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀρχιμανδρίτες καὶ τοὺς ἡγουμένους μας.
Τί φοβερὸ ἔγκλημα ἐναντίον τῶν ἐντολῶν καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Κυρίου μας! Ποιὰ ἀπάντηση θὰ δώσουμε στὸν φοβερὸ Κριτὴ τὴν ἡμέρα τῆς φοβερῆς Κρίσεως, ὅταν ἀκόμη καὶ ὅσοι ἔκαναν πολλὰ θαύματα ἐν ὀνόματί Του καὶ ἔδιωχναν δαιμόνια θὰ καταδικαστοῦν καὶ θὰ ἀποκληθοῦν ἄνομοι, διότι δὲν τήρησαν τὸν νόμο ποῦ ἐξιλεώνει πολλὲς ἁμαρτίες καὶ συνίσταται στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποῦ μᾶς δόθηκε ἐντολὴ νὰ τοὺς φροντίζουμε; Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν τοὺς φρόντιζαν, ἀλλά, ἀντιθέτως, τοὺς καταφρονοῦσαν. Ὅταν ἐκεῖνοι πέθαιναν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν γύμνια καὶ τὴν ἔλλειψη διαφόρων βιοτικῶν ἀγαθῶν, οἱ ἴδιοι ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία καὶ τὶς διάφορες χαρὲς τοῦ βίου, μαζεύοντας γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς πλοῦτο, χρυσὸ καὶ ἀσήμι, πολύτιμες ἐνδυμασίες καὶ διάφορα εἰσοδήματα. Δὲν ἔδιναν σημασία στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποῦ ζητάει νὰ μὴ συσσωρεύουμε θησαυροὺς γιὰ τὸν ἑαυτό μας στὴν γῆ, ἀλλὰ στὸν οὐρανό, ὥστε νὰ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς μᾶς ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ καρδιὰ μᾶς[20]. Ποιὰ ἐλπίδα μποροῦμε νὰ ἔχουμε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἡ δικαιοσύνη μᾶς ὄχι μόνο δὲν «περισσεύση πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων»[21], ὅπως ὅρισε ὁ Κύριος, ἀλλὰ εἶναι καὶ πολὺ χειρότερη ἐκείνων. Ἐκεῖνοι ἀποδεκατοῦσαν τὴν περιουσία τους, ἐνῶ ἐμεῖς λεηλατοῦμε τὶς περιουσίες ἄλλων ἀπαιτώντας χωρὶς ἔλεος κάθε χρόνο ὑπέρογκους τόκους. Ἃς μὴ γελᾶμε τὸν ἑαυτό μας, ὅσιοι Πατέρες, καὶ ἃς μὴν τὸν κολακεύουμε μὲ μάταιες ἐλπίδες. Οἱ τοκογλύφοι καὶ οἱ ἅρπαγες δὲν θὰ κερδίσουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως κηρύττει ὁ Παῦλος, αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[22].
Καὶ ἂν ἔλθει ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἠμῶν ποῦ ποδοπατήσαμε τὶς ἐντολές Του, τότε ποιὰ ἐλπίδα σωτηρίας θὰ μᾶς ἀπομείνει καὶ ποιὸς προστάτης θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ;
«Φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[23]. Ποιὸς ἀπὸ ὅσους Τὸν ἐξόργισαν μὲ διάφορες ἀδικίες, ἀπληστία καὶ πορνεία, ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ χέρι Του; Ποῦ εἶναι τὰ ἔνδοξα βασίλεια τῶν ἀρχαίων λαῶν, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Περσῶν, τῶν Μακεδόνων, τῶν Ἑλλήνων, τῶν Ρωμαίων; Μήπως δὲν καταστράφηκαν ὅλα καὶ δὲν ἔσβησαν παντελῶς ἐξαιτίας τῶν ἀπείρων ἀδικιῶν τους, τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας;
Ἃς προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἐμεῖς καὶ ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅλες τὶς κακὲς πράξεις μας, τὴν ἀδικία, τὴν ἀπληστία, τὴν σατανικὴ ὑπερηφάνεια, τὴν πλάνη τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων. Ἃς ἐξαγνίσουμε αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο κράτος, ποῦ μᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριος των πάντων. Ἃς τὸ ἐξαγνίσουμε ἀπὸ κάθε ἀνομία, ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία καὶ τὴν τοκογλυφία, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐμᾶς ἡ θεία σκέπη καὶ ἡ δύναμη, ποῦ μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς σώζει ἀπὸ κάθε συκοφαντία καὶ κάθε κακό, ποῦ μᾶς κάνουν οἱ ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι ἐχθροί μας. Στερημένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέπη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε παιχνίδι καὶ ἀντικείμενο ἐπιδοκιμασίας γιὰ τὶς ἀόρατες ἐχθρικὲς δυνάμεις, ποῦ μᾶς ὠθοῦν στὶς ἀβύσσους κάθε κακοῦ καὶ κάθε ἀνομίας. Ἔτσι πέφτουμε σὲ διάφορες συμφορὲς καὶ δυστυχίες, ποῦ δὲν ὑποχωροῦν καὶ μᾶς βλάπτουν μέχρις ὅτου μᾶς ἐξολοθρεύσουν παντελῶς.
Γι’ αὐτό, σᾶς ἱκετεύω, «μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἶς οὐκ ἔστι σύνεσις», νὰ μὴν ἔχετε, ὅπως πολλοὶ ἄδικοι στὸ παρελθόν, «ἐν κημῶ καὶ χαλινῶ τὰς σιαγόνας»[24]. Ἃς δεχθοῦμε καὶ ἃς ἀγαπήσουμε, ὄχι μὲ ὀργὴ καὶ θυμό, ἀλλὰ μὲ νηφάλια σκέψη καὶ προσοχή, τὴν νουθεσία τοῦ Βασιλέως Δαυίδ, ποῦ λέγει: «Καὶ νῦν, βασιλεῖς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν. Δουλεύσατε τῷ Κυρίω ἐν φόβω καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῶ ἐν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας. Ὅταν ἐκκαυθῆ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῶ»[25]. Εὐσεβέστατοι βασιλεῖς, ἡγεμόνες καὶ βογιάροι καὶ ἐπίγειοι δικαστές, νὰ ἔχετε πάντοτε στὶς σκέψεις σᾶς αὐτὴν τὴν σωτηρία καὶ φιλάνθρωπη νουθεσία καὶ νὰ τακτοποιεῖτε τὶς ὑποθέσεις τῶν ὑπηκόων σας μὲ φόβο Θεοῦ καὶ δικαιοσύνη, ἀποφεύγοντας κάθε δωροδοκία γιὰ νὰ μπορέσετε καὶ ἐσεῖς νὰ προσευχηθεῖτε στὸν δίκαιο Κριτὴ καὶ νὰ πεῖτε μὲ θάρρος: «ἐποίησα κρίμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῶς μὲ τοῖς ἀδικούσι μὲ»[26].
Ἃς κατανοήσουμε τὴν δύναμη τῆς σύντομης αὐτῆς προσευχῆς αὐτοῦ του δικαίου βασιλέως. Δὲν προέβαλε αὐτὸς οὔτε τὴν ἀγρυπνία στὴν διάρκεια ὅλης της ἡμέρας καὶ ὅλης της νύχτας οὔτε τὶς συχνὲς προσευχὲς οὔτε τὰ δάκρυα, οὔτε καμμία ἄλλη ἀρετὴ γιὰ νὰ ἱκετεύσει τὸν φοβερὸ Κριτή, ἀλλὰ μόνο τὴν δίκαιη κρίση. Ἔτσι ἔκρινε μὲ δικαιοσύνη τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κυβερνοῦσε χωρὶς ἀπληστία. Ἃς ἀγαπήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀρετὴ αὐτοῦ του ἐναρέτου βασιλέως καὶ προφήτη! Ναί, σᾶς ἱκετεύω, ἃς τὴν ἀγαπήσουμε καὶ ἃς μισήσουμε τὴν κάθε εἴδους ἀπληστία καὶ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία, ποῦ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀπόστολου Παύλου εἶναι εἰδωλολατρία[27]. Ἃς ἀκούσουμε τὸν θεῖο προφήτη ποῦ λέγει, «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[28], ἐπειδή, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ»[29]. Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλοι ἔπεσαν σὲ διάφορες δυστυχίες σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ ἔχασαν τὸν ἄδικο πλοῦτο, ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους, καὶ βρῆκαν κακὸ θάνατο. Ἄλλοι ὄχι μόνο ἔχασαν τὸν ἐφήμερο πλοῦτο τους, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους ἔχασαν καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά. «Οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ»[30] καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ἀφοῦ ἔχει γραφεῖ: «Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καὶ ὡσεὶ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνω πληθυνθήσεται. Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκω Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἠμῶν ἑξανθήσουσιν· ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται»[31].
Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου κριτή, τοῦ Θεοῦ, στὸ μέλλον σὲ ὅσους τώρα ζοῦν ἐνάρετα καὶ θεάρεστα. Ἃς ἀκούσουμε προσεκτικὰ γιὰ τὴν εὐλογία στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ἃς ἐπιθυμήσουμε, παρακαλῶ, νὰ λάβουμε αὐτὴν τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Κύριο: «Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα», δηλαδὴ θὰ ἀκολουθήσει μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἀγαθότητα, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοῦ του ἐναρέτου χριστιανοῦ «δυνατὸν ἐν τῇ γῆ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ, γενεὰ εὐθέων εὐλογηθήσεται. Δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκω αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος. Ἑξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς εὐθέσιν, ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ δίκαιος. Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει, ὅτι εἰς τὸν αἰώνα οὐ σαλευθήσεται, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Ἀπὸ ἀκοῆς πονηρᾶς οὐ φοβηθήσεται· ἑτοίμη ἡ καρδία αὐτοῦ ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον»[32]. Τί ἄλλο πιὸ εὐτυχὲς ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ πιὸ ἐπιθυμητὸ ὑπάρχει γιὰ μᾶς, ποῦ εἴμαστε ἀληθινὰ εὐσεβεῖς καὶ ἀγαπᾶμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποῦ λέγει, «ἐὰν ἐμοὶ διακονῆ τὶς, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται»[33]; Ὁ ἐνάρετος, ποῦ ἔχει φόβο Κυρίου, δὲν θὰ φοβηθεῖ νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ ποῦ λέγει, «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον»[34], ἀλλὰ ἀντιθέτως θ’ ἀκούσει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου»[35].

Ἑπομένως, ἂν πράγματι ἐπιθυμοῦμε νὰ δεχθοῦμε αὐτὴν τὴν ἄρρητη χαρὰ τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἃς ἐνδυθοῦμε καὶ μὲ τὴν ἐνδυμασία ποῦ τῆς ταιριάζει, ἡ ὁποία ὑφάνθηκε ἀπὸ τὶς πράξεις τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε στὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅσοι τολμοῦν νὰ εἰσέλθουν σὲ ἐκεῖνον τὸν θεῖο γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐνδυμασία τὴν στολισμένη μὲ τὴν ἁγνότητα, ὄχι μόνο θὰ στερηθοῦν ἁπλῶς αὐτῆς τῆς ἄρρητης χαρᾶς, ἀλλὰ θὰ τοὺς δέσουν χειροπόδαρα καὶ θὰ τοὺς γκρεμίσουν «εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων»[36], καὶ θὰ βασανίζονται ἐκεῖ αἰωνίως κολασμένοι. Ἃς μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἀνοησία καὶ τὴν καταδίκη τους ὁ φιλάνθρωπος Κύριος! Ἀμήν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

ομοια

Μέρος 1

Ἡ ἀνδρεία τοῦ σώματος ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ καταβάλλει τὰ σώματα τῶν ἐχθρῶν, νὰ συντρίβει τὰ γερὰ τείχη τῶν πόλεων καὶ νὰ μάχεται τὸν ὁρατὸ ἐχθρό, ἐνῶ ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ θεοσεβοῦς βασιλέως πρέπει νὰ συνίσταται στὸ νὰ νικάει τὰ σαρκικὰ πάθη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν θεὶo ζῆλο. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Τῷ φόβω δὲ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ»[1]. Καὶ τί μεγαλύτερο κακὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη, ποῦ ἐναντιώνονται τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ τὴν παραμορφώσουν ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ της; Προσπάθησε λοιπόν, εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ τὴν κρατήσεις ἁγνὴ γιὰ τὸν ἀθάνατο Βασιλέα καὶ Νυμφίο της, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, κρατώντας τὸ ἀναμμένο λυχνάρι, νὰ εἰσέλθει στὴν οὐράνια παστάδα τοῦ Νυμφίου τῆς[2].
Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ θεωρεῖς ἀληθινὸ βασιλέα καὶ αὐτοκράτορα αὐτὸν ποῦ ὄχι μόνο ἐξασφαλίζει τὴν εὐημερία τῶν ὑπηκόων του μὲ τὴν δικαιοσύνη καὶ τοὺς καλοὺς νόμους, ἀλλὰ αὐτὸν ποῦ ὑπερνικᾶ πάντοτε τὰ ἄλογα πάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμὸ καὶ τὶς ἄνομες σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Γιατί ὅποιον τὸν νικοῦν τὰ ἄλογα πάθη, δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Κυρίου, ἀλλὰ μόνο το ἀνθρωποειδὲς ὁμοίωμα τῆς ἄλογης φύσεως.
Ὁ ἀληθὴς θεϊκὸς νοῦς ὄχι μόνο στολίζει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ σοφία, πραότητα καὶ κάθε ἀλήθεια, ἀλλὰ τακτοποιεῖ τὰ ἐξωτερικὰ μέλη τοῦ σώματός του, ὅπως τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὴν γλώσσα καὶ τὰ χέρια. Αὐτὸς ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀπολαμβάνει μὲ τὰ μάτια τοῦ ἀκόλαστα τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἄλλου ἡ νὰ ἀκούει τὰ ἄσεμνα τραγούδια καὶ τὰ αἰσχρὰ ἀστεῖα των γελωτοποιῶν καὶ τῶν ἱεροσύλων ἡ νὰ ἀκούει τὶς συκοφαντίες φθονερῶν ἀνθρώπων ἡ ὁ ἴδιος νὰ ἀδικεῖ μὲ τὴν γλώσσα του, νὰ κακολογεῖ καὶ νὰ αἰσχρολογεῖ καὶ νὰ προσβάλλει τοὺς ἀδίκους ἡ νὰ ἁρπάζει ξένες περιουσίες. Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴν τὴν Χάρη τοῦ Σωτῆρος, μᾶς τὸ διδάσκει ὁ θεόπνευστος προφητάναξ Δαυίδ, ψάλλοντας ὑπὸ μορφὴ ἐρωτήσεων καὶ ἀπαντήσεων: «Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ»; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐρώτηση, στὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπαντάει: «Ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου»[3], δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Βασιλεύοντος στοὺς οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλοῦ προσεύχεται λέγοντας: «Χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξον μέ, ὅτι ταῖς ἐντολαίς σου ἐπίστευσα»[4]. Ἐὰν τηροῦμε ὁλόψυχα αὐτὲς τὶς ἐντολές, θὰ λάβουμε ἀναμφίβολα κάθε χάρη καὶ πνευματικὴ εὐλογία.
«Δικαιοσύνη ὑψοὶ ἔθνος», λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν[5]. Καὶ ὁ πατέρας τοῦ εἶπε: «Δίκαιος εἰ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἳ κρίσεις σου. Ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα»[6]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[7]. Αὐτὸς ποῦ βασιλεύει εὐσεβῶς στὴν γῆ ἔχει ἀνάγκη κυρίως ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη. Τότε τὸν βοηθάει καὶ τὸν συντρέχει ἀόρατα στὴν διακυβέρνηση τοῦ ἐπιγείου βασιλείου τοῦ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας τῆς δικαιοσύνης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς τῶν πάντων. Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, ἐπιδίωκε νὰ ἀποκτήσεις αὐτὴν τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μπορέσεις καὶ ἐσὺ νὰ πεῖς μὲ θάρρος: «Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνη ὀφθήσομαι τῷ προσώπω σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοὶ τὴν δόξαν σου»[8]. Τότε, προσευχόμενος στὸν Κύριό των πάντων νὰ σὲ βοηθήσει καὶ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὶς θλιβερὲς περιστάσεις, θὰ μπορέσεις νὰ πεῖς χωρὶς αἰδῶ: «Ἐποίησα κρίμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῶς μὲ τοῖς ἀδικούσι μὲ»[9].
«Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμα μου»[10], λέγει αὐτὸς ὁ δίκαιος προφητάναξ. Ἀληθινὰ εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ καὶ κάθε ἐπαίνου ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ του ἐναρέτου καὶ θεοσεβοῦς, ποῦ μολονότι ἦταν περιβεβλημένος ἀπὸ ἀναρίθμητα καὶ πολύτιμα ἀγαθὰ αὐτοῦ του αἰώνα, δὲν χάρηκε τίποτα ἀπὸ αὐτά, κατὰ τὴν δική του διαβεβαίωση, παρὰ μόνο τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι δίκαιο. Ἐπειδὴ ἡ μνήμη τῶν ἀγαθῶν της ζωῆς καὶ ἡ ὁλόψυχη προσκόλληση σὲ αὐτὰ μας στερεῖ τὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτά. Ἀντιθέτως ἡ παντοτινὴ μνήμη τοῦ Δημιουργοῦ ποῦ μεριμνᾶ γιὰ τὰ πάντα, τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ Κυρίου, ποῦ συνίσταται στὴν ἐκτέλεση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν Του, μᾶς κάνει ἀναμφίβολα κληρονόμους τῆς αἰωνίας ζωῆς καὶ τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας.
Ἃς ἐξετάζουμε σοφά, γιὰ νὰ κατανοοῦμε σωστὰ τὴν δύναμη τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου»[11]. Αὐτὸ τὸ θεῖο ρητὸ χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, ποῦ ἐπιθυμοῦν νὰ βασιλεύουν θεάρεστα στὴν γῆ. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ποῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκαν καὶ ὀνομάζονται χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὸν ἀμπελώνα καὶ τὴν κληρονομία τοῦ Κυρίου, ἐνῶ ποιμένες αὐτῆς τῆς ἱερῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ὑψίστου Κυρίου εἶναι οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, τότε ἃς προσέχουν αὐτοὶ πολύ, πῶς τοὺς ἐξουσιάζουν καὶ τοὺς κυβερνοῦν –κατὰ τὸν νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς ποῦ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Ὕψιστο Κύριο. Ὅσοι «ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν» ἔχουν νὰ δώσουν ἀναφορὰ γι’ αὐτοὺς στὸν Ὕψιστο, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος[12].
«Οὐ γὰρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίω· ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῶ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις»[13]. Ποιὰ ἀντίρρηση μποροῦμε νὰ φέρουμε σὲ αὐτὰ ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, ποῦ βασίζουμε ὅλη τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας στὸ ὅτι δὲν τρῶμε κρέας, ψάρι καὶ βούτυρο στὴν διάρκεια τῶν ἁγίων νηστειῶν; Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν παύουμε νὰ ἀδικοῦμε τοὺς πτωχούς, νὰ τοὺς στεροῦμε τὴν περιουσία τους, νὰ τοὺς τραβᾶμε στὰ δικαστήρια, νὰ πράττουμε ἐχθρικὰ ἐναντίον τους καὶ νὰ τοὺς ἐξαγριώνουμε μὲ διαφόρους τρόπους. Ἡ αὐτοσυγκράτηση ἀπὸ τὰ παχυντικὰ φαγητὰ καὶ ἡ προσευχή, ποῦ χρειάζεται γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, εἶναι πολὺ καλὴ καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὴν νέκρωση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε σὲ αὐτὰ καὶ τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ μὴ μᾶς ἀφορᾶ τὸ ρητό, «φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον»[14]. Ἐπίσης «βρῶμα δὲ ἠμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῶ», λέγει ὁ Ἀπόστολος[15].
Μὴ θεωρεῖς ἄριστο σύμβουλο αὐτὸν ποῦ σὲ ὠθεῖ σὲ ἄδικες μάχες καὶ πολέμους, ἀλλὰ αὐτὸν ποῦ σὲ συμβουλεύει νὰ ἀγαπᾶς πάντοτε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία μὲ ὅλους τους γειτονικοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι περιβάλλουν τὸ θεοφιλὲς κράτος σου. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος προκαλεῖ στὸ κράτος σου τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ρητό, «διασκόρπισον ἔθνη τὰ τοὺς πολέμους θέλοντα»[16]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος»[17], ἐνῶ ὁ δεύτερος σὲ κάνει, μαζὶ μὲ τὸν πραότατο βασιλέα Δαυίδ, ἐξυπνότατο ἐκτελεστῆ τῆς θείας ἐντολῆς, ποῦ λέγει, «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[18] καὶ ἀλλοῦ λέγει, «μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικὸς»[19].
Ἡ ἱερωσύνη καὶ ἡ βασιλεία εἶναι τὰ δύο μέγιστα ἀγαθά, ποῦ δόθηκαν στὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν Ὑψίστη Θεία πρόνοια[20]. Ἡ πρώτη, ὑψώνοντας πάντοτε τὰ ὅσια χέρια της μὲ θερμὴ προσευχή, ἱκετεύει τὸν Κύριό των ὅλων γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, φέρνει τὸ ἔλεός Του καὶ Τὸν συμφιλιώνει μαζί μας. Καὶ ὁ βασιλέας ὁμοίως ὁδηγεῖ πάντοτε τὸ κράτος του στὸ καλύτερο μὲ τοὺς σοφοὺς συλλογισμούς του, μὲ τὶς ἄλλοτε αὐστηρὲς καὶ ἄλλοτε πατρικὲς ἐντολές του καὶ μὲ τὴν φροντίδα τῶν ὑπηκόων του. Ἑπομένως τὰ δύο αὐτὰ χαρίσματα ἀποτελοῦν μεγάλο ἀγαθό, καὶ ὅταν συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ προσπαθοῦν νὰ εἶναι εὐπειθῆ στὸν ἴδιο τὸν Ὕψιστο, ἐξουσιάζουν τοὺς ὑπηκόους μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τῆς νομοθεσίας τοῦ Σωτῆρος. «Μωυσῆς καὶ Ἀαρῶν», λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός, «ἐν τοῖς ἱερεύσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν». Γιὰ ποιὸν λόγο; «Ἐφύλασσον τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ, ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς»[21].
Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, μὴν προτιμᾶς κανένα ἀπὸ τὸ ἐπίγειο κάλλος περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, Βασιλέα καὶ Δημιουργό του κράτους σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει καὶ Αὐτὸς ἐσένα καὶ σὲ αὐτὸν τὸν αἰώνα καὶ στὸν μέλλοντα. Μόνο το κάλλος τῆς ψυχῆς εἶναι ἀληθινὴ ὀμορφιά, ἐφόσον εἶναι στολισμένη μὲ ἀρετές, δηλαδὴ μὲ τὴν δικαιοσύνη, τὴν σωφροσύνη, τὸν συνετὸ νοῦ, τὴν ἀνδρεία, τὴν πραότητα, τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὶς ἰδιότητες γιὰ τὶς ὁποῖες καὶ ὁ Πρωτότοκος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑμνεῖται μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Σὲ τί ἀκριβῶς συνίσταται τὸ κάλλος Τοῦ φαίνεται ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσι»[22]. Ποιὰ ἄλλη χάρη μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ, ἂν ὄχι αὐτὴν ποῦ ὑμνεῖται σὲ ἄλλο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπου γιὰ τὴν Ὑποστατικὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγεται τὸ ἑξῆς: «Ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ»[23]. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ ψαλμωδὸς Δαυὶδ λέγει παρακάτω: «Καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοὺ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης»[24]. Νὰ τὸ νοητὸ κάλλος τῆς ψυχῆς! Νὰ ἡ ἀσύγκριτη ἀγαθότητα τοῦ Πρωτοτόκου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, λόγω τῆς ὁποίας Αὐτὸς ὑμνεῖται μὲ τὰ λόγια, «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Τὸ σωματικὸ κάλλος δὲν εἶναι μόνο ἐφήμερο καὶ ψεύτικο, ἀλλὰ ἐπιτίθεται σφόδρα καὶ στὸ νοητὸ κάλλος τῆς ψυχῆς καὶ τὸ βλάπτει, ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ του κάλλους σκοτεινιάζει τὴν ἀγαθότητα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν κάνει ἀπαίσια ἐνώπιόν του Δημιουργοῦ της. Προσπάθησε λοιπόν, εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ ἀποκτήσεις τὴν ἀγαθότητα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὴν συνοδεύει καὶ μετὰ τὴν ἔξοδό της καὶ βρίσκεται πάντοτε μαζί της κάνοντας υἱοὺς τοῦ Θεοῦ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν.
Δὲν ὑπάρχει στὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ κανένα ἀστέρι πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐπειδὴ αὐτὸς μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτίζει ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἔτσι καὶ ἡ ὄμορφη ψυχὴ τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως, ἡ ὁποία εἶναι στολισμένη μὲ τὴν δικαιοσύνη, τὴν πραότητα, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ ἀγκαλιάζει μὲ αὐτὲς τὸ καθετὶ ποῦ τῆς ὑποτάσσεται καὶ τὴν περιβάλλει, παροτρύνει μὲ τὴν ὑποδειγματικὴ ζωή της στὰ ἀγαθὰ ἔργα, ὅπως ὁ ἥλιος ζεσταίνοντας μὲ τὴν θερμότητά του τὴν γῆ βοηθεῖ στὴν ἀνθοφορία ὅλων των κήπων ποῦ ὑπάρχουν ἐπάνω της. Ἀλλὰ νά, ἐμφανίστηκε ἕνα μικρὸ σύννεφο, βρέθηκε μπροστά σε αὐτὸν τὸν λαμπρότατο ἥλιο καὶ στέρησε ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸ φῶς του. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, ἂν σκεπαστεῖ μὲ τὸ σύννεφο τῶν ἀλόγων παθῶν, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν ἀναίτιο θυμό, τὴν οἰνοποσία καὶ τὸν ἀπαίσιο πόθο, τότε καὶ ἡ ἴδια, ἀλλοίμονο! ἀλλάζει τρομερὰ πρὸς τὸ χειρότερο καὶ τὸ καθετὶ καταστρέφεται ἀπὸ διάφορες προσβολές. Τότε ἡ τρομερὴ θύελλα τῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῶν φοβερῶν ἐξεγέρσεων κυριεύει τὰ πάντα καὶ ἔτσι ὅλα κλονίζονται. Γι’ αὐτὸ ὁ βασιλέας ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλη νηφαλιότητα τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κυβερνᾶ θεοπρεπῶς τὸ βασίλειό του. Ἃς μὴν ἀφήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ ἃς εἴμαστε νηφάλιοι καὶ ἃς ἀγρυπνοῦμε μὲ τὸν νοῦ μας.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μολονότι λέγεται ὅτι δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ χαρτί. Ὅπως σὲ αὐτὰ μπορεῖ νὰ γράψει κανεὶς ὁποιονδήποτε λόγο ἐπιθυμεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυπώνει τὶς ὅποιες συνήθειες –κακὲς ἡ καλές– καὶ τὰ ὁποῖα ἤθη, πρὸς τὰ ὁποῖα εἶναι στραμμένος ὡς τὸ τέλος. Ἂν κάποιος θέλει εἰλικρινὰ νὰ τὸν στολίζει μὲ θεάρεστες συνήθειες καὶ ἤθη, ἃς ἀκούσει προσεκτικὰ τὸν ἑκατοστὸ θεῖο ψαλμὸ καὶ ἃς τὸν ἐπαναλαμβάνει συχνά· ἃς ἐκτελεῖ ἔμπρακτα ὅ,τι ἔγραψε σὲ αὐτὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ τότε θὰ φθάσει πλήρως στὴν ἀρετή.
Ὅπως δὲν ταιριάζει στὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ πετάει στὸν ἀέρα, ἔτσι δὲν εἶναι χρήσιμο καὶ καθόλου εὐπρεπὲς γιὰ τὸν θεοσοφὸ βασιλέα νὰ ἐπιθυμεῖ τὰ κτήματα καὶ τὰ κέρδη τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ὠθεῖ τὸν πιὸ φοβερὸ καὶ δίκαιο Κριτὴ στὴν ἐκδίκηση τῶν ἀδικημένων. Ἀληθινὸ εἶναι τὸ θεῖο ρητὸ ποῦ λέγει: «Ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων»[25]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος»[26]. Ἑπομένως, ὁ κάθε εὐσεβὴς ἃς ἀπορρίψει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ αὐτὴν τὴν θεομίσητη ἐπιθυμία, ἐπειδὴ «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[27]. Καὶ πάλι λέγει: «Οὔτε πλεονέκταιΙ οὒχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»[28].
Ὁ θεῖος ψαλμωδός, ἐξομολογούμενος στὸν καθοδηγητὴ τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν, εἶπε: «Οὐκ ἐκολλήθη μοὶ καρδία σκαμβῆ»[29]. Δὲν εἶναι περίπλοκο αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό, περιέχει ὅμως μεγάλο, πολὺ ψυχωφελὲς καὶ χρήσιμο νόημα γιὰ ὅσους τὸ ἀκοῦν. Ἐπειδὴ ὁ εὐσεβὴς βασιλέας πρέπει νὰ καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ὄχι μόνο γιὰ νὰ τηρήσει μέχρι τέλους τὴν συνείδησή του στὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τῶν θεοσεβῶν σκέψεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπομακρύνει ἀμέσως ὅσους τοῦ προτείνουν καὶ τὸν συμβουλεύουν κάτι κολασμένο, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήνει νὰ κατευθύνουν τὰ λόγια τους στὸν ἐλεύθερο νοῦ τοῦ βασιλέως. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος[30]. Ὅπως ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνομιλία μὲ καλοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρες φωτίζει πολὺ καὶ βελτιώνει τὸν νοῦ μας, ἔτσι καὶ ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνομιλία μὲ κακοὺς ἀνθρώπους συνήθως τὸν σκοτεινιάζει καὶ τὸν διαφθείρει ἐντελῶς.
Πρὶν ἀπὸ κάθε καρπὸ ἐμφανίζεται τὸ ἄνθος, καὶ γιὰ τὸ ἄνθος ἡ γῆ χρειάζεται ἕνα καλὸ πότισμα. Σὲ κάθε καλὴ πράξη τοῦ βασιλέως προηγεῖται ἡ καλὴ διάθεση τοῦ πνεύματός του, ποῦ εἶναι ἐλεύθερο καὶ βρίσκεται πιὸ ψηλὰ ἀπὸ κάθε ὑποταγή. Εἶναι ἴδιον του βασιλέως, ποῦ εἶναι ἀληθῶς εὐσεβής, νὰ εὐχαριστεῖ πολὺ καὶ νὰ ἐπιβραβεύει τοὺς ἀξιωματούχους ποῦ βρίσκονται στὴν ἐξουσία καὶ τοὺς ἄλλους ὑπηρέτες του. Ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπο οἱ ἄρχοντες στὴν γῆ μοιάζουν μὲ τὸν ἐν ὑψίστοις Βασιλέα, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[31], γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ὅλους μὲ τὴν φιλάνθρωπη εὔνοιά του στὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
«Ράβδον δυνάμεως ἑξαποστελεῖ σοὶ Κύριος ἐκ Σιῶν, καὶ κατακυρίευε ἐν μέσω τῶν ἐχθρῶν σου»[32], λέγει ὁ θεῖος προφητάναξ Δαυὶδ κατὰ σάρκα στὸν ἀπόγονό του Ἰησοῦ Χριστό, τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου. «Ράβδον δυνάμεως» ἀποκαλεῖ αὐτὸς τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸν νικήθηκε τὸ θράσος καὶ ὅλη ἡ πλάνη τῶν δαιμόνων, ἡ ἀσυγκράτητη μανία τῶν θεομάχων Ἰουδαίων καὶ ἐπίσης οἱ ἀσεβέστατοι διῶκτες του, Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι, ἐξολοθρεύτηκαν καὶ διασκορπίστηκαν σὰν σκόνη. Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ κρατᾶς μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου αὐτὴν τὴν γερὴ καὶ ἀνίκητη ράβδο, ὥστε νὰ συνθλίψεις μὲ αὐτὴν τὶς κεφαλὲς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀόρατων ἐχθρῶν σου, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωυσῆς καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Νὰ μοιάζεις πάντοτε μὲ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Θεό, τὴν ἁγνότητα, τὴν δικαιοσύνη, τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐπιμελῆ τήρηση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν τοῦ Ὑψίστου, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ εἰσέλθεις τὴν ἀτελεύτητη βασιλεία Του.
/
«Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν», λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός, «καὶ ἡ γλώσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν»[33]. Ὅπως ἡ λυδία λίθος δείχνει τὸν χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ὅταν καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο τὸ τρίψουμε ἐπάνω της, ἔτσι καὶ τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου, μόλις ἀνοίξει καὶ ἡ γλώσσα κινηθεῖ μέσα του, φανερώνει σαφῶς τὶς σκέψεις τῆς καρδιᾶς του. Ἃς ἐμφυσήσουμε λοιπὸν μέσα της τὴν ἀρχὴ τῆς σοφίας, δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πάσι τοῖς ποιούσιν αὐτὴν»[34], δηλαδὴ γιὰ ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Ὑψίστου, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα τους. Ὅπου ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ὑπάρχει καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὑπάρχει καὶ ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ, καὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ, ὑπάρχει ἡ σοφία καὶ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[35].
«Τῷ λόγω τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν»[36]. Αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό μας παρουσιάζει μὲ σαφέστατο τρόπο τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Παντοδύναμης Τριάδος. Ὡς Κύριος παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος Θεὸς-Πατήρ, ὡς Λόγος ὁ προαιώνια γεννηθεῖς ἀπὸ Αὐτὸν συνάναρχος καὶ συναΐδιος Υἱὸς καὶ Λόγος Του, καὶ ὡς Πνεῦμα ὁ ἴδιος ὁ θεῖος καὶ προσκυνούμενος Παράκλητος. Αὐτὸ ἐπίσης δείχνει ὅτι καθετὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο δημιουργήθηκε μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ-Πατρός, μὲ τὸν ἄναρχο Λόγο Του, ὅπως λέγεται: «Πάντα δὶ’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἐν ὁ γέγονεν»[37]. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ κανεὶς καὶ ἀλληγορικά. Ὡς οὐρανοὺς μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὶς ὑψηλὲς σκέψεις τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων, ὡς δύναμή τους τὴν τελειότητα τῆς εὐσέβειας. Μὲ τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου, δηλαδή, μὲ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Σωτῆρος, καθιερώνονται καὶ τηροῦνται αὐτὲς μὲ κάθε εὐσέβεια, ἐνῶ ἡ δύναμή τους φυλάσσεται μὲ κάθε ἁγιότητα καὶ ἁγνότητα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τηροῦν τὶς θεῖες ἐντολὲς σταθερὰ καὶ μὲ μεγάλη ἐγκράτεια, ἂν πράγματι θέλουν νὰ ὑποστηρίζεται πάντοτε τὸ ἐπίγειο καὶ ἐφήμερο βασίλειό τους ἀπὸ τὴν ἀνώτερη Βασιλεία καὶ τὴν Κυριότητα. Ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ κατέρχεται «πάσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον», ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ[38].
Τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει κάθε κατανόηση καὶ λογική του ἀνθρώπου. Ἔτσι καὶ οἱ καθημερινὲς φροντίδες καὶ μέριμνες τοῦ βασιλέως γιὰ τὴν εὐημερία τῶν ὑπηκόων τοῦ ὑπερβαίνουν κάθε μέτρο καὶ κάθε λόγο. Ποτὲ δὲν παύουν νὰ πνέουν οἱ ἄνεμοι καὶ οἱ θύελλες, ποῦ ταράσσουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ἔτσι καὶ ἡ σκέψη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ὑπηκόους του, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ἐξαιτίας τῶν συχνῶν παρεξηγήσεων καὶ τῶν ἐνοχλήσεων ἐκ μέρους τῶν γειτονικῶν λαῶν. Δὲν θλίβεται τόσο πολὺ ἡ καρδιὰ τῆς μητέρας γιὰ τὰ παιδιὰ ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῶν βιοτικῶν ἀγαθῶν, ὅσο ἡ ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, ποῦ φροντίζει γιὰ τὴν κατάσταση καὶ τὴν εἰρηνικὴ εὐημερία τῶν ἀγαπημένων ὑπηκόων του. Ὅταν βλέπει τοὺς πιστοὺς ὑπηκόους του νὰ περνοῦν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ζωή, χαίρεται πράγματι ἡ θεάρεστη ψυχή του. Ἀληθινὰ μακάριοι καὶ τρισμακάριοι εἶναι αὐτοὶ οἱ βασιλεῖς καὶ παντοτινοὶ φίλοι του Θεοῦ καὶ πιστοὶ δοῦλοι Του, ἐπειδὴ προσπαθοῦν πάντοτε νὰ μοιάζουν μὲ τὸν Ὕψιστο βασιλέα κατὰ τὴν δικαιοσύνη, τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν πραότητα πρὸς τοὺς ὑπηκόους τους.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
Φῶς ἐκ Φωτός, τὸ πατρικὸ φέγγος εἶναι ὁ Χριστός, ποῦ εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος των ὅλων. Αὐτὸς μὲ τὰ ἀναρίθμητα καὶ σαφέστατα ρητά, τὶς παραβολὲς καὶ τὰ ἐξαίσια θαύματα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν θάνατό Του ἔδειξε τὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του καὶ τὴν Χάρη Του πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους. Παρομοιάζει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν ποιμένα τῶν προβάτων, ποῦ ἄφησε ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα ποῦ δὲν χάθηκαν καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἀπὸ τὸ ἱερὸ ποίμνιό του πρόβατο. Ἔτσι ἔδωσε καὶ τὸν κανόνα τοῦ θεαρέστου ποιμένα σὲ ὅλους αὐτούς, ποῦ ἔπρεπε νὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ Αὐτὸν ἐκπρόσωποι τοῦ πολυεθνοῦς ποιμνίου Του, τοὺς ὀρθοδόξους ἱερεῖς καὶ βασιλεῖς. Αὐτοὶ φροντίζουν καὶ μεριμνοῦν ἐξίσου γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποῦ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τους στὶς πόλεις καὶ τὰ κράτη, συνδυάζοντας τὴν ἐξουσία μὲ τὴν πατρικὴ στοργή, γιὰ νὰ διατηροῦν πάντοτε ὅλοι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη, ζωντας τὴν ζωὴ τοὺς κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων.
Ἔχει πράγματι χαθεῖ ἀπὸ τὸ ἱερὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ αὐτὸς ποῦ χαίρεται τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῆς ξένης περιουσίας. Καὶ ὁποῖος τὸν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν πονηρὸ δρόμο τῆς πλάνης του στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ στὴν ἀλήθεια εἶναι ἀληθὴς ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ θυρωρὸς τοῦ ἀνοίγει τὴν θύρα τῶν νοερῶν οὐρανίων ἀνακτόρων, αὐτὸς μπαίνει μέσα μὲ χαρὰ καὶ ἐξέρχεται μὲ κάθε σιγουριὰ καὶ «νομὴν εὐρήσει», ὅπως λέγει ἡ θεία φωνὴ τοῦ Χριστοῦ[1]. Τότε «τούτω ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτὰ»[2]. Ἔτσι θὰ ἀκούσει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου»[3].
Χαίρεται ὁ ποιμένας καὶ ἀγάλλεται, ὅταν βλέπει τὰ πρόβατά του νὰ τρῶνε καὶ νὰ χορταίνουν μὲ χόρτα καὶ νὰ πίνουν καθαρὸ νερό. Ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος βασιλέας χαίρεται, ὅταν βλέπει τὶς πόλεις του νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ μυστικὸ καὶ νοερὸ χορτάρι τῆς καλῆς πίστεως καὶ νὰ πίνουν τὸ ὕδωρ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἡσυχίας. Ὁ ποιμένας τῶν ἀλόγων προβάτων χαίρεται, ὅταν βλέπει τὸ κοπάδι του νὰ αὐξάνεται, ἐπειδὴ τότε μπορεῖ νὰ τὸ πουλήσει σὲ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσει μεγαλύτερο κέρδος. Ὅποιος βόσκει τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Σωτῆρος, χαίρεται γιὰ τὴν πίστη, ἐπειδὴ θὰ ἀποκτήσει ἀναμφίβολα ὡς ἀντάλλαγμα φωτεινότατο στέφανο καὶ θὰ πάρει γενναιόδωρη ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ δεξὶ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἰδιότητα τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως καὶ τοῦ ἀψευδοῦς ποιμένα συνίσταται στὸ νὰ μὴν ἀποκτᾶ κέρδη ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς ἁρπαγὲς τῶν ξένων κτημάτων. Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ὑπηκόους μὲ δικαιοσύνη, φόβο τοῦ Θεοῦ, πίστη καὶ ἀγάπη.
Λαμπρότατε καὶ ἐνδοξότατε βασιλέα, νὰ προσέξεις νὰ μὴν ἡττηθεῖς ποτὲ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἰουδαϊκῆς φιλαργυρίας, τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ εἰδωλολατρία καὶ τὸν ζηλωτὴ τῆς δαιμονολάτρη[4]. Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴν νουθεσία τοῦ προφητάνακτος, ποῦ λέγει: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[5]. Νὰ μὴν προτιμήσεις ἀντὶ αὐτοῦ του προφήτη κάποιον ματαιόδοξο ἐπίγειο σύμβουλο, ἐπειδὴ ἡ ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ προφητῶν Τοῦ μᾶς καθιστᾶ ἐνόχους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει τὸ ἀψευδὲς ρητό: «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον αὐτῶν, καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν αἰώνα»[6].
«Ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν»[7], λέγει ὁ θεοκλητὸς Ἀββακούμ, φωτισμένος ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα. Ὡς ἐλαία χαρακτηρίζεται ἀλληγορικὰ ἡ ἁγία καθολικὴ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξαιτίας τῆς καρποφορίας αὐτοῦ του δένδρου, ἐπειδὴ ἀφθονεῖ πάντοτε σὲ ἐλέη καὶ γενναιοδωρίες τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἔργο τῆς ἐλαίας ἀποκαλεῖ τὸ ἔλεος καθὼς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποῦ ἐντάσσονται κατὰ καιροὺς στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ καθοδηγοῦν στὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ φροντίζουν περὶ τῶν πενήτων, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ὅπως οἱ ἱεροὶ κανόνες διατάσσουν αὐστηρά τους σεβασμιοτάτους ἐπισκόπους[8]. Μήπως λοιπὸν τὸ ἀναφερθὲν ρητό του προφήτη δὲν ἰσχύει πλέον; Ὄχι βέβαια!
Μολονότι ἀναφερόταν κυρίως στοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι μαίνονταν ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ των ὅλων καὶ Σωτήρα ὅλων των ἀνθρώπων καὶ ποδοπατοῦσαν τὸν νόμο τοῦ Ὑψίστου καὶ τὶς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται ἀκόμη καὶ στοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ κατὰ τοὺς καιρούς μας.
Ὅλα αὐτά, ποῦ δόθηκαν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους βασιλεῖς καὶ χριστιανοὺς ἡγεμόνες στὴν ἁγία Ἐκκλησία, ὅλα τα κτήματα καὶ εἰσοδήματα ποῦ καθορίστηκαν γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν πενήτων καὶ τῶν ὀρφανῶν, αὐτοὶ τὰ χρησιμοποίησαν πρὸς ὄφελός τους. Ἔτσι ζοῦν μὲ ἀφθονία, παρέχοντας πλούτη στὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς συγγενεῖς τους. Ἀντιθέτως οἱ ἀδελφοί του Χριστοῦ, οἱ πένητες ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν γύμνια καὶ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, περιφρονοῦνται ἀπὸ αὐτούς. Ἔχει πράγματι χαθεῖ τὸ ἔργο τῆς νοερῆς ἐλαίας, δηλαδὴ τοῦ ἐλέους σὲ ὅλους τους πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες, ἔχει ἀποδυναμωθεῖ καὶ ἔχει καταστραφεῖ. Ποιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ ἀποτρέψει αὐτὴν τὴν προσβολὴ τῶν ἐνδεῶν, μὲ τὴν ὁποία τοὺς προσβάλλουν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό; Ἀλλὰ καὶ οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς ὀφείλουν –καὶ μάλιστα αὐτὸ ἁρμόζει στοὺς εὐσεβεῖς βασιλείς– νὰ διορθώνουν αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἁμαρτήματα, τῶν ἱερέων μιμούμενοι τὸν ζῆλο τῶν παλαιοτέρων ὀρθόδοξων βασιλέων, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου καὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τίποτα ἄλλο δὲν συμβάλλει στὴν σταθεροποίηση τοῦ βασιλικοῦ σκήπτρου, ὅπως ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἡ εὐσπλαγχνία πρὸς αὐτούς, πράγματα ποῦ ἔρχονται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Θεὸς τοῖς εὐθέσι τὴ καρδία»[9]. Αὐτὸς ὁ μακάριος προφητάναξ εἶδε τὴν ἄμετρη καὶ πολύχρονη ὑπομονὴ τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ των ὅλων, τὴν ὁποία Αὐτὸς δείχνει στοὺς ἀνόμους ἀνθρώπους, σὲ αὐτοὺς ποῦ ζοῦν μὲ ἀδικία καὶ διάφορα ἐγκλήματα, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο ἀνέχεται, ἀλλὰ καὶ τοὺς παρέχει ἀκόμη ἄφθονα τὴν εἰρήνη, τὴν ὑγεία, τὸν πλοῦτο, κάθε ἀπόλαυση καὶ τὴν μακροβιότητα. Ἔτσι νουθετεῖ λέγοντας, «διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν»[10] καὶ ὅ,τι λέγεται παρακάτω γιὰ τὴν ἀσέβειά τους. Ὅλα αὐτά, λέγει, τοὺς κυρίευσαν. Ἐπειδὴ αὐτοὶ «ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται»[11]. Ἐπειδὴ δείχνουν ἀχαριστία στὸν Δημιουργό των ὅλων λόγω τῆς ὑπερβολικῆς τους ἀσεβείας καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς τους καὶ ἐπειδὴ τὸν ἐνοχλοῦν μὲ διαφόρους τρόπους λέγοντας: «καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστω;»[12], γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπέστησαν τιμωρία, σύμφωνα μὲ τὸ ρηθέν· «ὃν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοὶ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»[13]. Γι’ αὐτὸ «μακάριος ὁ ἄνθρωπος», λέγει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος προφήτης Δαυίδ, «ὃν ἂν παιδεύσης, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου», δηλαδὴ μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Σου, «διδάξης αὐτὸν»[14]. Νὰ τὸν κάνεις νὰ κατανοήσει τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του, γιὰ νὰ τὶς μάθει καὶ νὰ ἀναστενάξει γι’ αὐτὲς μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ νὰ μπορέσει νὰ λάβει τὴν σωτηρία καὶ τὴν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ πολὺ σωτήριο νὰ ζεῖ κανεὶς «ἐν κόποις ἀνθρώπων», δηλαδὴ νὰ ὑποφέρει τὶς πίκρες μὲ ὅλους τους ἐναρέτους στὴν παροῦσα ζωή, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς νὰ δέχεται καὶ τὶς πληγές, δηλαδὴ νὰ τιμωρεῖται πατρικὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἃς μὴ θλιβόμαστε ἐξαιτίας τῶν θλίψεων ποῦ μᾶς ἐπιφέρει ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ἃς μὴ φαινόμαστε ἀχάριστοι στὸν Δημιουργό μας, σὰν νὰ μᾶς περιφρονεῖ Αὐτός, ὅταν ὑποφέρουμε ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν ἀσεβῶν.
Ἀντιθέτως ἃς ἀναγνωρίζουμε, ὅπως ταιριάζει σὲ χριστιανούς, τὶς ἀνομίες μας, μὲ τὶς ὁποῖες ἁμαρτάνουμε πάντοτε ἐνώπιόν του Θεοῦ μας, ἃς μετανοοῦμε πάντοτε μὲ δάκρυα καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε σὲ Αὐτόν, ἀπέχοντας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, «καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἠμᾶς». Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη, ποῦ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ γιὰ τὴν ὁποία διδάσκει ὁ προφήτης λέγοντας: «Ἐν τῷ Θεῶ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἠμᾶς»[15]. Ἃς μὴν ἐξαπατᾶμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς νομίζοντας ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἄνωθεν βοήθεια μόνο μὲ πολύωρη προσευχή, παραμένοντας ταυτόχρονα στὰ ἁμαρτήματά μας, ἐπειδὴ γράφηκε: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε»[16]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν»[17].
Κάθε ψυχὴ εἶναι μία νοερή, ἀθάνατη, σκεπτομένη δύναμη, ποῦ ζωογονεῖ καὶ κυβερνᾶ αὐτὴν τὴν ἐφήμερη κατοικία τῆς καθ’ ὅλο τὸν χρόνο ποῦ τῆς ἔχει ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸν Δημιουργό. Ὅταν ὅμως κατ’ ἐντολὴν τοῦ Δημιουργοῦ ἡ ψυχὴ ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνδυμασία της, ἡ ἐνδυμασία –δηλαδὴ τὸ σώμα– παραμένει ἄπνοη, χωρὶς αἰσθήσεις καὶ κίνηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἀρχίζει νὰ ἐκπέμπει δυσωδία, νὰ μαυρίζει καὶ –ἀλλοίμονο!– γίνεται τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια. Καὶ τὴν ψυχὴ τὴν πηγαίνουν στὴν κατοικία, ὅπου προετοίμασε γιὰ τὸν ἑαυτό της, μὲ τὰ καλὰ ἡ μὲ τὰ κακὰ ἔργα της. Ἔτσι πηγαίνει εἴτε σὲ τόπο φωτεινό, γεμάτο ἀπὸ κάθε ἀγαλλίαση καὶ θεία εὐωδία, ἀπὸ τὸν ὁποῖο «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμὸς»[18], καὶ τὸν ὁποῖο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ τὸν ἀποκαλεῖ καὶ «κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ»[19], εἴτε στὰ ἀτελείωτα πικρὰ βάσανα ποῦ εἶναι τὸ ἄσβεστο πῦρ[20], τὸ φοβερὸ σκοτάδι[21], ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὁ ἀσταμάτητος θρῆνος[22]. Αὐτὸ δείχνει κυρίως ἡ παραβολὴ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποῦ καταδικάστηκε στὸ πῦρ τῆς γεέννης λόγω τῆς ἀπανθρωπιᾶς του πρὸς τὸν πτωχὸ Λάζαρο. Ὁ πλούσιος δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάρει οὔτε σταγόνα δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ[23] ποῦ σκέπασε ὅλους τους ἀνθρώπους μὲ τὴν φιλοξενία του. Συνεπῶς, ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν καταδίκη στὰ αἰώνια βάσανα, τὴν ὁποία ὑπέστη ὁ ἀνόητος πλούσιος λόγω τῆς καταφρονήσεως τῶν πτωχῶν, καὶ θέλει νὰ ἀποκτήσει τὴν γαλήνη καὶ τὴν παρηγοριὰ ὅπως ὁ Λάζαρος, αὐτὸς πρέπει νὰ ἀπομακρύνει μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὸ μίσος πρὸς τοὺς πτωχούς, ποῦ εἶχε ὁ ἀνόητος πλούσιος. Καὶ μάλιστα αὐτὸς πρέπει ὄχι μόνο νὰ πάψει νὰ ἀδικεῖ, νὰ ἁρπάζει τὴν ξένη περιουσία καὶ νὰ συσσωρεύει μεγάλους θησαυροὺς στὴν γῆ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ καὶ νὰ παρέχει ἁπλόχερά τα ἀγαθὰ στοὺς ἐνδεεῖς, νὰ προστατεύει τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ νὰ τοὺς ὑπερασπίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἀδικοῦν καὶ λεηλατοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ μὴν τοὺς περιφρονεῖ, ὅταν τοὺς βλέπει πεινασμένους, διψασμένους καὶ γυμνούς. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς ἄλλος τρόπος νὰ λάβουμε τὴν θέση ἐκ δεξιῶν του Κριτῆ καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴν μακαρία καὶ ἐπιθυμητὴ φωνὴ νὰ λέγει: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[24].
Ὅσο κάποιος ὑπερέχει κατὰ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀφθονία τοῦ πλούτου –ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι αὐτὸς βασιλέας, ἱερέας ἡ ἠγεμόνας– τόσο πρέπει αὐτὸς νὰ ὑπερβαίνει τοὺς ἄλλους καὶ κατὰ τὸ ἔλεος, τὶς εὐεργεσίες σὲ ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἔνδεια, γιὰ νὰ μὴν ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὸς μὲ ὅλους τους ἀδίκους νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ τοῦ παναγάθου Κυρίου ποῦ θὰ μᾶς πεῖ: «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε»[25]. Γι’ αὐτὸ λέγει: «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρα πονηρὰ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος»[26].
Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι τρία κυρίως πάθη τυραννοῦν ἀκατάπαυστα καὶ μὲ σφοδρότητα τὶς περισσότερες φορές, κάθε προικισμένη μὲ τὸν νοῦ ψυχή, καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνη ποῦ κρατάει τὸ βασιλικὸ σκῆπτρο καὶ τὴν ἐξουσία. Αὐτὰ τὰ πάθη εἶναι ἡ ἡδυπάθεια, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιλαργυρία[27]. Τὰ γεννήματά τους εἶναι πολὺ τρομερὰ καὶ καταστροφικά, ἐπειδὴ αὐτά, σὰν αἱμοβόρα θηρία, κατατρώγουν τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς καὶ τὶς παραδίδουν στὸ αἰώνιο πῦρ, ὅταν αὐτὲς χωριστοῦν μὲ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ σώματά τους. Τὰ γεννήματα τῆς ἡδυπαθείας εἶναι ἡ εὐχαρίστηση τῆς κοιλιᾶς μὲ διάφορα φαγητὰ καὶ ἡ ὑποδούλωση σὲ διάφορες ὑπογάστριες ἐπιθυμίες. Ἀπὸ τὴν φιλοδοξία προέρχεταί το ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει τίποτα γιὰ τὴν δόξα ἡ χάριν τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅλα προσπαθεῖ νὰ τὰ κάνει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δέχεται ἀπὸ αὐτοὺς πάντοτε δόξα καὶ ἔπαινο. Ἂν πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του, τότε φέρεται σὲ ὅλους μὲ πραότητα καὶ τοὺς εὐεργετεῖ μεγαλόψυχα, ἂν ὅμως μάθει ὅτι τὸν ἐξαπατοῦν, τότε λησμονεῖ τὴν πραότητα, παραδίδεται στὴν μανία καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐκδικηθεῖ πιὸ ἄγρια ἀπὸ κάθε θηρίο ὅσους δὲν τὸν ἐπαινοῦν.
Ἡ ρίζα κάθε κακοῦ, ἡ φιλαργυρία[28], ἔχει ὡς κακό της γέννημα τὴν πλεονεξία, τὸ ἀχαλίνωτο πάθος τῆς συσσσωρεύσεως ἀγαθῶν μὲ λεηλασία, ἀδικία καὶ μὲ ἀπληστία, γεγονὸς ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτουν πολλὲς συκοφαντίες καὶ ἀδικίες. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει ὅλες τὶς ἐλπίδες τοῦ συνήθως στοὺς θησαυρούς του καὶ ὄχι στὸν Θεό, καὶ ποτὲ δὲν τοῦ ἔρχεται στὴν μνήμη ἡ φοβερὴ μέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κριτῆ, ποῦ θὰ καταδικάσει στὸ αἰώνιο πῦρ ὅσους ζοῦν καὶ χαίρονται μέσα στὴν ἀπληστία, τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῆς ξένης περιουσίας, ὅπως γράφει στὴν καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμὶν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις»[29].
Ὅποιος ποδοπάτησε καὶ νίκησε τὰ τρία προαναφερθέντα πάθη, εἶναι ἀληθινὰ ἀϊδίως θεάρεστος καὶ πιστὸς προσκυνητὴς τῆς παντοδύναμης Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι βασιλέας καὶ αὐτοκράτωρ τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ ὅλων των ὑπηκόων του. Ὅποιος ὅμως μαίνεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη, ἃς ἀκούσει καθαρὰ αὐτὸ ποῦ εἶπε ὁ Κύριος των ὅλων: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ δοῦλος οὐ ἐν τῇ οἰκία εἰς τὸν αἰώνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰώνα»[30]. Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ αἰσχρό, γιὰ νὰ μὴν πῶ πιὸ ἀκόλαστο, ἀπὸ τὴν περίπτωση ποῦ κάποιος ἐξουσιάζει ἔνδοξες πόλεις καὶ ἀναρίθμητους λαούς, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξουσιάζεται καὶ κατευθύνεται ἀπὸ ἀνόητα πάθη καὶ ἀποκαλεῖται διὰ τοῦ στόματος τοῦ Σωτῆρος δοῦλος[31]. «Ὁ νοῶν νοείτω».
Ἀνάμεσα στὰ θαυμάσια χαρακτηριστικὰ ποῦ κοσμοῦν ὑπέροχα τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, κάνοντας ὅλους νὰ τὸν ἀγαποῦν καὶ νὰ τὸν ἐπαινοῦν, θεωρῶ τὸ ἔργο τῆς φιλοξενίας ὡς τὸ πιὸ ὠφέλιμο καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἐξουσία τῶν εὐσεβῶν βασιλέων. Ὁ εὐσεβὴς βασιλέας φέρεται μὲ φιλανθρωπία, πραότητα καὶ σεβασμὸ πρὸς τοὺς ξένους, τοὺς ἐμπόρους ἥ τους προσκεκλημένους του καὶ φροντίζει μὲ κάθε ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ἄνετη διαμονή τους γιὰ ὅσο χρόνο βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του στὴν ἐπικράτειά του, ὥστε νὰ μὴν ὑποστοῦν προσβολὲς ἐκ μέρους τῶν ἐντοπίων, νὰ μὴ βρεθοῦν κρατούμενοι διὰ τῆς βίας καὶ νὰ μὴ βροῦν ἐμπόδια κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα τους. Οἱ ξένοι πρέπει νὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἔρχονται καὶ νὰ φεύγουν ἀνενόχλητοι καὶ μάλιστα νὰ φεύγουν μὲ ἀσφάλεια, εἰρήνη καὶ τιμή. Ἂν ἔχουν καλὴ ὑποδοχή, προστασία καὶ τὸ ἐλεύθερο νὰ ἐπιστρέφουν στὴν πατρίδα τους, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι λόγω τῆς εὔνοιάς του θὰ φέρονται φιλικά, μὲ ἐπαίνους καὶ μὲ σεβασμό. Ἐπίσης, θὰ διηγοῦνται σὲ ὅλους τὴν ἀγαθότητα τοῦ βασιλέως, ἐπαινώντας τὸν πολὺ ἐνώπιον ὅλων καὶ θὰ μιλοῦν παντοῦ γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν πραότητα τοῦ βασιλέως ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλεια ποῦ ἀπολαμβάνουν ὅλοι γενικὰ οἱ ξένοι, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται τὸ θεοφύλακτο κράτος του. Τί πιὸ συμφέρον γιὰ τὴν ἐξουσία τῶν εὐσεβῶν βασιλέων; Ὅλοι ὅσοι ἀκούσουν γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὴν πραότητα καὶ τὴν φροντίδα του γιὰ τοὺς ξένους, θὰ τοῦ ἀποδώσουν εἰλικρινεῖς εὐχὲς καὶ θὰ τὸν δοξάζουν μὲ μεγάλους ἐπαίνους. Ἔτσι πολλοὶ θὰ προσπαθήσουν νὰ ἔλθουν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν οἱ ἴδιοι τὴν ἀγαθότητά του καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπεροχή του. Ὅσοι ὅμως βασιλεῖς συμπεριφέρονται ἀναξίως στοὺς ξένους, ἀφήνοντας ἀτιμώρητες τὶς ἀδικίες, τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποῦ τράβηξαν, θὰ προκαλέσουν τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν κακολογία τῶν ἴδιων των ξένων, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων, στοὺς ὁποίους οἱ ξένοι θὰ μιλήσουν γιὰ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀδικία ποῦ συνάντησαν – γι’ αὐτά, ὅμως, δὲν θὰ μιλήσω. Ὁ καθένας, ποῦ σκέπτεται σωστὰ καὶ λογικά, ὄχι μόνο το ξέρει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ ἀκούσει. Ἑπομένως, ἃς μὴν σκεπτόμαστε ἁπλοϊκά, ὅπως οἱ χωρικοὶ ποῦ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ κυνήγι περιστεριῶν. Αὐτοὶ γιὰ νὰ πιάσουν ἕνα κοπάδι περιστέρια ἀλείφουν μὲ εὐωδιαστὸ μύρο τὸν λαιμὸ μιᾶς σπιτικῆς περιστέρας καὶ τὴν ἀφήνουν νὰ πετάξει στὸ κοπάδι τῶν ἀγρίων περιστεριῶν. Ὅταν αὐτὴ τὰ πλησιάσει καὶ τὰ ἄλλα περιστέρια μυρίσουν τὸ ἄρωμα τοῦ εὐωδιαστοῦ μύρου, μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι ἀλειμμένος ὁ λαιμός της, τὴν ἀκολουθοῦν, καὶ τότε αὐτὴ τὰ μεταφέρει εὔκολα στὸ σπίτι τῶν κυρίων της. Οἱ εὐσεβεῖς βασιλεῖς θὰ πρέπει νὰ μιμοῦνται αὐτὴν τὴν σοφία τῶν κυνηγῶν καὶ μὲ καλὴ θέληση καὶ μὲ σεβασμὸ νὰ ἀφήνουν τοὺς ξένους νὰ φύγουν, ἂν ἐπιθυμοῦν νὰ λάβουν ἔπαινο καὶ νὰ ἔχουν φιλικὲς σχέσεις μὲ ὅλους τους λαούς. Ἄλλωστε καὶ οἱ πόλεις ποῦ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τους θὰ κοσμοῦνται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ θὰ εἶναι γεμάτες ἀπὸ ἀνθρώπους ἐμπείρους στὴν σοφία, στὸν λόγο καὶ στὴν τέχνη. Ἐπειδὴ κάθε ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ πάει ἐκεῖ, ὅπου ἀκούγεται ὅτι ἡ τέχνη τοῦ λόγου, ἡ ἡ τέχνη ποῦ ξέρει αὐτός, χαίρουν ἐκτιμήσεως.
Εἶπε ὁ φιλόσοφος Μένανδρος ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ κύριες ἀρετὲς ποῦ κάνουν ἔνδοξο καὶ πολύχρονό το ὀρθόδοξο ἐπίγειο βασίλειο[32]. Πρώτη εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ δικαιοσύνη τοῦ δικαστηρίου ποῦ δὲν κοιτάζει τὰ πρόσωπα τῶν ἀντιδίκων καὶ δὲν δωροδοκεῖται. Δεύτερη, ἡ σωφροσύνη, δηλαδὴ ἡ ἁγνότητα τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀναχαίτιση τῶν φυσικῶν τάσεων μὲ τὴν θεάρεστη ἐγκράτεια, καὶ τρίτη ἡ πραότητα πρὸς τοὺς ὑπηκόους μαζὶ μὲ τὸν φόβο τοῦ βασιλέως μὲ σκοπὸ τὴν βελτίωση καὶ ὄχι τὴν καταστροφή τους. Ὁ βασιλέας, ποῦ κατευθύνει τὴν ζωή του μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς ἀρετὲς εἶναι πραγματικὰ ὀρθόδοξος βασιλέας καὶ ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως.

(Μέρος 2ο)
Φως εκ Φωτός, το πατρικό φέγγος είναι ο Χριστός, πού είναι Θεός και Κύριος των όλων. Αυτός με τα αναρίθμητα και σαφέστατα ρητά, τις παραβολές και τα εξαίσια θαύματα και με τον ίδιο τον θάνατό Του έδειξε την άμετρη φιλανθρωπία Του και την Χάρη Του προς εμάς τους αχαρίστους. Παρομοιάζει τον εαυτό Του με τον ποιμένα των προβάτων, πού άφησε ενενήντα εννέα πρόβατα πού δεν χάθηκαν και πήγε να βρεί το χαμένο από το ιερό ποίμνιό του πρόβατο. Έτσι έδωσε και τον κανόνα του θεαρέστου ποιμένα σε όλους αυτούς, πού έπρεπε να γίνουν ύστερα από Αυτόν εκπρόσωποι του πολυεθνούς ποιμνίου Του, τους ορθοδόξους ιερείς και βασιλείς. Αυτοί φροντίζουν και μεριμνούν εξίσου για όλους αυτούς πού βρίσκονται υπό την εξουσία τους στις πόλεις και τα κράτη, συνδυάζοντας την εξουσία με την πατρική στοργή, για να διατηρούν πάντοτε όλοι την αγάπη και την δικαιοσύνη, ζώντας την ζωή τους κατά τις άγιες εντολές του Κυρίου των όλων.
Έχει πράγματι χαθεί από το ιερό ποίμνιο του Χριστού αυτός πού χαίρεται την αδικία και την αρπαγή της ξένης περιουσίας. Και οποίος τον οδηγεί από τον πονηρό δρόμο της πλάνης του στην κατά Θεόν ζωή και στην αλήθεια είναι αληθής ποιμήν των λογικών προβάτων του Χριστού. Όταν ο θυρωρός του ανοίγει την θύρα των νοερών ουρανίων ανακτόρων, αυτός μπαίνει μέσα με χαρά και εξέρχεται με κάθε σιγουριά και «νομήν ευρήσει», όπως λέγει η θεία φωνή του Χριστού[1]. Τότε «τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά»[2]. Έτσι θα ακούσει: «Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου»[3].
Χαίρεται ο ποιμένας και αγάλλεται, όταν βλέπει τα πρόβατά του να τρώνε και να χορταίνουν με χόρτα και να πίνουν καθαρό νερό. Ο ευσεβής και δίκαιος βασιλέας χαίρεται, όταν βλέπει τις πόλεις του να απολαμβάνουν το μυστικό και νοερό χορτάρι της καλής πίστεως και να πίνουν το ύδωρ της ειρήνης και της ησυχίας. Ο ποιμένας των αλόγων προβάτων χαίρεται, όταν βλέπει το κοπάδι του να αυξάνεται, επειδή τότε μπορεί να το πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή και έτσι να αποκτήσει μεγαλύτερο κέρδος. Όποιος βόσκει τα λογικά πρόβατα του Σωτήρος, χαίρεται για την πίστη, επειδή θα αποκτήσει αναμφίβολα ως αντάλλαγμα φωτεινότατο στέφανο και θα πάρει γενναιόδωρη αμοιβή από το ζωοποιό δεξί χέρι του Χριστού. Η ιδιότητα του ευσεβούς βασιλέως και του αψευδούς ποιμένα συνίσταται στο να μην αποκτά κέρδη επί της γής με τις αδικίες και τις αρπαγές των ξένων κτημάτων. Επίσης θα πρέπει να εξουσιάζει τους υπηκόους με δικαιοσύνη, φόβο του Θεού, πίστη και αγάπη.
Λαμπρότατε και ενδοξότατε βασιλέα, να προσέξεις να μην ηττηθείς ποτέ από το πάθος της ιουδαϊκής φιλαργυρίας, την οποία ο απόστολος Παύλος αποκαλεί ειδωλολατρία και τον ζηλωτή της δαιμονολάτρη[4]. Να θυμάσαι πάντοτε την νουθεσία του προφητάνακτος, πού λέγει: «Μή ελπίζετε επ’ αδικίαν και επί αρπάγματα μή επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μή προστίθεσθε καρδίαν»[5]. Να μην προτιμήσεις αντί αυτού του προφήτη κάποιον ματαιόδοξο επίγειο σύμβουλο, επειδή η ανυπακοή στον Θεό και στην διδασκαλία των αγίων αποστόλων και προφητών Του μας καθιστά ενόχους, για τους οποίους λέγει το αψευδές ρητό: «Επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών, και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα»[6].
«Ψεύσεται έργον ελαίας, και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν»[7], λέγει ο θεόκλητος Αββακούμ, φωτισμένος από το θείο Πνεύμα. Ως ελαία χαρακτηρίζεται αλληγορικά η αγία καθολική αποστολική Εκκλησία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού εξαιτίας της καρποφορίας αυτού του δένδρου, επειδή αφθονεί πάν¬τοτε σε ελέη και γενναιοδωρίες του Θεού. Ως έργο της ελαίας αποκαλεί το έλεος καθώς και τους ιερείς, πού εντάσσονται κατά καιρούς στην εκκλησία για να καθοδηγούν στην αληθινή χριστιανική πίστη και να φροντίζουν περί των πενήτων, των ορφανών και των χηρών, όπως οι ιεροί κανόνες διατάσσουν αυστηρά τους σεβασμιοτάτους επισκόπους[8]. Μήπως λοιπόν το αναφερθέν ρητό του προφήτη δεν ισχύει πλέον; Όχι βέβαια!
Μολονότι αναφερόταν κυρίως στους αρχιερείς του ιουδαϊκού λαού της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι μαίνονταν εναντίον του Δημιουργού των όλων και Σωτήρα όλων των ανθρώπων και ποδοπατούσαν τον νόμο του Υψίστου και τις άγιες εντολές Του, μπορεί να αναφέρεται ακόμη και στους εκπροσώπους των αγίων εκκλησιών του Θεού κατά τους καιρούς μας.
Όλα αυτά, πού δόθηκαν από τους ορθοδόξους βασιλείς και χριστιανούς ηγεμόνες στην αγία Εκκλησία, όλα τα κτήματα και εισοδήματα πού καθορίστηκαν για την διατροφή των πενήτων και των ορφανών, αυτοί τα χρησιμοποίησαν προς όφελός τους. Έτσι ζούν με αφθονία, παρέχοντας πλούτη στις οικογένειες και τους συγγενείς τους. Αντιθέτως οι αδελφοί του Χριστού, οι πένητες πού υποφέρουν από την γύμνια και πεθαίνουν από την πείνα, περιφρονούνται από αυτούς. Έχει πράγματι χαθεί το έργο της νοερής ελαίας, δηλαδή του ελέους σε όλους τους πτωχούς και τους πένητες, έχει αποδυναμωθεί και έχει καταστραφεί. Ποιός άλλος μπορεί να αποτρέψει αυτήν την προσ¬βολή των ενδεών, με την οποία τους προσβάλλουν εκτός από τον Θεό; Αλλά και οι ορθόδοξοι βασιλείς οφείλουν –και μάλιστα αυτό αρμόζει στους ευσεβείς βασιλείς– να διορθώνουν αυτά τα ελαττώματα, για να μην πώ αμαρτήματα, των ιερέων μιμούμενοι τον ζήλο των παλαιοτέρων ορθόδοξων βασιλέων, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του μεγάλου Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Τίποτα άλλο δεν συμβάλλει στην σταθεροποίηση του βασιλικού σκήπτρου, όπως η φροντίδα για τους ενδεείς και η ευσπλαγχνία προς αυτούς, πράγματα πού έρχονται με την Χάρη του Θεού.
«Ο Θεός τοίς ευθέσι τη καρδία»[9]. Αυτός ο μακάριος προφητάναξ είδε την άμετρη και πολύχρονη υπομονή του παναγάθου Θεού και Δημιουργού των όλων, την οποία Αυτός δείχνει στους ανόμους ανθρώπους, σε αυτούς πού ζούν με αδικία και διάφορα εγκλήματα, τα οποία όχι μόνο ανέχεται, αλλά και τους παρέχει ακόμη άφθονα την ειρήνη, την υγεία, τον πλούτο, κάθε απόλαυση και την μακροβιότητα. Έτσι νουθετεί λέγοντας, «διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών»[10] και ο,τι λέγεται παρακάτω για την ασέβειά τους. Όλα αυτά, λέγει, τους κυρίευσαν. Επειδή αυτοί «εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται»[11]. Επειδή δείχνουν αχαριστία στον Δημιουργό των όλων λόγω της υπερβολικής τους ασεβείας και της υπερηφάνειάς τους και επειδή τον ενοχλούν με διαφόρους τρόπους λέγοντας: «και είπαν· πώς έγνω ο Θεός; και ει έστι γνώσις εν τώ Υψίστω;»[12], γι’ αυτό και δεν υπέστησαν τιμωρία, σύμφωνα με το ρηθέν· «ον γάρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»[13]. Γι’ αυτό «μακάριος ο άνθρωπος», λέγει ο ίδιος ο θείος προφήτης Δαυίδ, «ον αν παιδεύσης, Κύριε, και εκ του νόμου σου», δηλαδή με τις άγιες εντολές Σου, «διδάξης αυτόν»[14]. Να τον κάνεις να κατανοήσει το βάρος των αμαρτιών του, για να τις μάθει και να αναστενάξει γι’ αυτές με πόνο καρδιάς και να μπορέσει να λάβει την σωτηρία και την βοήθεια από τον Θεό.
Γι’ αυτό είναι καλό και πολύ σωτήριο να ζεί κανείς «εν κόποις ανθρώπων», δηλαδή να υποφέρει τις πίκρες με όλους τους εναρέτους στην παρούσα ζωή, και μαζί με αυτές να δέχεται και τις πληγές, δηλαδή να τιμωρείται πατρικά από τον Κύριο. Ας μή θλιβόμαστε εξαιτίας των θλίψεων πού μας επιφέρει η δίκαιη κρίση του Θεού και ας μή φαινόμαστε αχάριστοι στον Δημιουργό μας, σαν να μας περιφρονεί Αυτός, όταν υποφέρουμε από τις προσ¬βολές των ασεβών.
Αντιθέτως ας αναγνωρίζουμε, όπως ταιριάζει σε χριστιανούς, τις ανομίες μας, με τις οποίες αμαρτάνουμε πάντοτε ενώπιον του Θεού μας, ας μετανοούμε πάντοτε με δάκρυα και να εξομολογούμαστε σε Αυτόν, απέχοντας από κάθε αμαρτία, «και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς». Αυτή είναι η δύναμη, πού δημιουργήθηκε από τον Κύριο, και για την οποία διδάσκει ο προφήτης λέγοντας: «Εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς»[15]. Ας μην εξαπατάμε τον εαυτό μας νομίζοντας ότι θα λάβουμε την άνωθεν βοήθεια μόνο με πολύωρη προσευχή, παραμένοντας ταυτόχρονα στα αμαρτήματά μας, επειδή γράφηκε: «Αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε»[16]. Και αλλού λέγει: «Μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματά σου ουκ εξεζήτησαν»[17].
Κάθε ψυχή είναι μία νοερή, αθάνατη, σκεπτομένη δύναμη, πού ζωογονεί και κυβερνά αυτήν την εφήμερη κατοικία της καθ’ όλο τον χρόνο πού της έχει ορισθεί από τον Δημιουργό. Όταν όμως κατ’ εντολήν του Δημιουργού η ψυχή εξέρχεται από αυτήν την ενδυμασία της, η ενδυμασία –δηλαδή το σώμα– παραμένει άπνοη, χωρίς αισθήσεις και κίνηση, και ύστερα από λίγες μέρες αρχίζει να εκπέμπει δυσωδία, να μαυρίζει και –αλλοίμονο!– γίνεται τροφή για τα σκουλήκια. Και την ψυχή την πηγαίνουν στην κατοικία, όπου προετοίμασε για τον εαυτό της, με τα καλά η με τα κακά έργα της. Έτσι πηγαίνει είτε σε τόπο φωτεινό, γεμάτο από κάθε αγαλλίαση και θεία ευωδία, από τον οποίο «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός»[18], και τον οποίο το Ευαγγέλιο του Λουκά τον αποκαλεί και «κόλπον του Αβραάμ»[19], είτε στα ατελείωτα πικρά βάσανα πού είναι το άσβεστο πύρ[20], το φοβερό σκοτάδι[21], ο βρυγμός των οδόντων και ο ασταμάτητος θρήνος[22]. Αυτό δείχνει κυρίως η παραβολή του πτωχού Λαζάρου και του άφρονος πλουσίου, πού καταδικάστηκε στο πύρ της γεέννης λόγω της απανθρωπιάς του προς τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος δεν αξιώθηκε να πάρει ούτε σταγόνα δροσερό νερό από τον πατριάρχη Αβραάμ[23] πού σκέπασε όλους τους ανθρώπους με την φιλοξενία του. Συνεπώς, αν κάποιος επιθυμεί να ξεφύγει από την καταδίκη στα αιώνια βάσανα, την οποία υπέστη ο ανόητος πλούσιος λόγω της καταφρονήσεως των πτωχών, και θέλει να αποκτήσει την γαλήνη και την παρηγοριά όπως ο Λάζαρος, αυτός πρέπει να απομακρύνει με όλη την ψυχή του το μίσος προς τους πτωχούς, πού είχε ο ανόητος πλούσιος. Και μάλιστα αυτός πρέπει όχι μόνο να πάψει να αδικεί, να αρπάζει την ξένη περιουσία και να συσσωρεύει μεγάλους θησαυρούς στην γή για τον εαυτό του αντίθετα από την εντολή του Σωτήρος, αλλά και να παρέχει απλόχερα τα αγαθά στους ενδεείς, να προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά και να τους υπερασπίζεται από αυτούς πού τους αδικούν και λεηλατούν τα υπάρχοντά τους και να μην τους περιφρονεί, όταν τους βλέπει πεινασμένους, διψασμένους και γυμνούς. Δεν υπάρχει για μας άλλος τρόπος να λάβουμε την θέση εκ δεξιών του Κριτή και να ακούσουμε την μακαρία και επιθυμητή φωνή να λέγει: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου»[24].
Όσο κάποιος υπερέχει κατά την εξουσία και την αφθονία του πλούτου –ακόμη και αν είναι αυτός βασιλέας, ιερέας η ηγεμόνας– τόσο πρέπει αυτός να υπερβαίνει τους άλλους και κατά το έλεος, τις ευεργεσίες σε όσους υποφέρουν από την πτωχεία και την ένδεια, για να μην αξιωθεί και αυτός με όλους τους αδίκους να ακούσει την φωνή του παναγάθου Κυρίου πού θα μας πεί: «Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε»[25]. Γι’ αυτό λέγει: «Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος»[26].
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι τρία κυρίως πάθη τυραννούν ακατάπαυστα και με σφοδρότητα τις περισσότερες φορές, κάθε προικισμένη με τον νου ψυχή, και ιδιαίτερα εκείνη πού κρατάει το βασιλικό σκήπτρο και την εξουσία. Αυτά τα πάθη είναι η ηδυπάθεια, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία[27]. Τα γεννήματά τους είναι πολύ τρομερά και καταστροφικά, επειδή αυτά, σαν αιμοβόρα θηρία, κατατρώγουν τις ανθρώπινες ψυχές και τις παραδίδουν στο αιώνιο πύρ, όταν αυτές χωριστούν με τον θάνατο από τα σώματά τους. Τα γεννήματα της ηδυπαθείας είναι η ευχαρίστηση της κοιλιάς με διάφορα φαγητά και η υποδούλωση σε διάφορες υπογάστριες επιθυμίες. Από την φιλοδοξία προέρχεται το ότι ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτα για την δόξα η χάριν της δόξας του Θεού, αλλά όλα προσπαθεί να τα κάνει για να ευχαριστήσει τους ανθρώπους, για να δέχεται από αυτούς πάντοτε δόξα και έπαινο. Αν πραγματοποιήσει την επιθυμία του, τότε φέρεται σε όλους με πραότητα και τους ευεργετεί μεγαλόψυχα, αν όμως μάθει ότι τον εξαπατούν, τότε λησμονεί την πραότητα, παραδίδεται στην μανία και προσπαθεί να εκδικηθεί πιο άγρια από κάθε θηρίο όσους δεν τον επαινούν.
Η ρίζα κάθε κακού, η φιλαργυρία[28], έχει ως κακό της γέννημα την πλεονεξία, το αχαλίνωτο πάθος της συσσσωρεύσεως αγαθών με λεηλασία, αδικία και με απληστία, γεγονός από το οποίο προκύπτουν πολλές συκοφαντίες και αδικίες. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει όλες τις ελπίδες του συνήθως στους θησαυρούς του και όχι στον Θεό, και ποτέ δεν του έρχεται στην μνήμη η φοβερή μέρα της παρουσίας του Κριτή, πού θα καταδικάσει στο αιώνιο πύρ όσους ζούν και χαίρονται μέσα στην απληστία, την αδικία και την αρπαγή της ξένης περιουσίας, όπως γράφει στην καθολική επιστολή του ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος: «Αγε νύν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταίς ταλαιπωρίαις υμών ταίς επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν. Ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τάς σάρκας υμών ως πύρ. Εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις»[29].
Όποιος ποδοπάτησε και νίκησε τα τρία προαναφερθέντα πάθη, είναι αληθινά αϊδίως θεάρεστος και πιστός προσκυνητής της παν¬τοδύναμης Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι βασιλέας και αυτοκράτωρ του εαυτού του και όλων των υπηκόων του. Όποιος όμως μαίνεται και καθοδηγείται από αυτά τα πάθη, ας ακούσει καθαρά αυτό πού είπε ο Κύριος των όλων: «Πάς ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιός μένει εις τον αιώνα»[30]. Τί μπορεί να είναι πιο αισχρό, για να μην πώ πιο ακόλαστο, από την περίπτωση πού κάποιος εξουσιάζει ένδοξες πόλεις και αναρίθμητους λαούς, ενώ ο ίδιος εξουσιάζεται και κατευθύνεται από ανόητα πάθη και αποκαλείται διά του στόματος του Σωτήρος δούλος[31]. «Ο νοών νοείτω».
Ανάμεσα στα θαυμάσια χαρακτηριστικά πού κοσμούν υπέροχα την ψυχή του ευσεβούς βασιλέως, κάνοντας όλους να τον αγαπούν και να τον επαινούν, θεωρώ το έργο της φιλοξενίας ως το πιο ωφέλιμο και απαραίτητο για την εξουσία των ευσεβών βασιλέων. Ο ευσεβής βασιλέας φέρεται με φιλανθρωπία, πραότητα και σεβασμό προς τους ξένους, τους εμπόρους η τους προσκεκλημένους του και φροντίζει με κάθε επιμέλεια για την άνετη δια¬μονή τους για όσο χρόνο βρίσκονται κάτω από την εξουσία του στην επικράτειά του, ώστε να μην υποστούν προσβολές εκ μέρους των εντοπίων, να μή βρεθούν κρατούμενοι διά της βίας και να μή βρούν εμπόδια κατά την επιστροφή στην πατρίδα τους. Οι ξένοι πρέπει να έχουν την δυνατότητα να έρχονται και να φεύγουν ανεν¬όχλητοι και μάλιστα να φεύγουν με ασφάλεια, ειρήνη και τιμή. Αν έχουν καλή υποδοχή, προστασία και το ελεύθερο να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, αυτοί οι ίδιοι λόγω της εύνοιάς του θα φέρονται φιλικά, με επαίνους και με σεβασμό. Επίσης, θα διηγούνται σε όλους την αγαθότητα του βασιλέως, επαινώντας τον πολύ ενώπιον όλων και θα μιλούν παντού για την δικαιοσύνη και την πραότητα του βασιλέως αλλά και για την ασφάλεια πού απολαμβάνουν όλοι γενικά οι ξένοι, οι οποίοι επισκέπτονται το θεοφύλακτο κράτος του. Τί πιο συμφέρον για την εξουσία των ευσεβών βασιλέων; Όλοι όσοι ακούσουν για την σωφροσύνη, την πραότητα και την φροντίδα του για τους ξένους, θα του αποδώσουν ειλικρινείς ευχές και θα τον δοξάζουν με μεγάλους επαίνους. Έτσι πολλοί θα προσπαθήσουν να έλθουν εδώ, για να εξακριβώσουν οι ίδιοι την αγαθότητά του και να απολαύσουν την πραότητα και την υπεροχή του. Όσοι όμως βασιλείς συμπεριφέρονται αναξίως στους ξένους, αφήνοντας ατιμώρητες τις αδικίες, τις ατιμίες και τις ταλαιπωρίες πού τράβηξαν, θα προκαλέσουν την δυσαρέσκεια και την κακολογία των ίδιων των ξένων, αλλά και εκείνων, στους οποίους οι ξένοι θα μιλήσουν για την περιφρόνηση και την αδικία πού συνάντησαν – γι’ αυτά, όμως, δεν θα μιλήσω. Ο καθέν¬ας, πού σκέπτεται σωστά και λογικά, όχι μόνο το ξέρει ο ίδιος, αλλά και δεν θέλει να το ακούσει. Επομένως, ας μην σκεπτόμαστε απλοϊκά, όπως οι χωρικοί πού ασχολούνται με το κυνήγι περιστεριών. Αυτοί για να πιάσουν ένα κοπάδι περιστέρια αλείφουν με ευωδιαστό μύρο τον λαιμό μιάς σπιτικής περιστέρας και την αφήνουν να πετάξει στο κοπάδι των αγρίων περιστεριών. Όταν αυτή τα πλησιάσει και τα άλλα περιστέρια μυρίσουν το άρωμα του ευωδιαστού μύρου, με το οποίο είναι αλειμμένος ο λαιμός της, την ακολουθούν, και τότε αυτή τα μεταφέρει εύκολα στο σπίτι των κυρίων της. Οι ευσεβείς βασιλείς θα πρέπει να μιμούνται αυτήν την σοφία των κυνηγών και με καλή θέληση και με σεβασμό να αφήνουν τους ξένους να φύγουν, αν επιθυμούν να λάβουν έπαινο και να έχουν φιλικές σχέσεις με όλους τους λαούς. Αλλωστε και οι πόλεις πού βρίσκονται υπό την εξουσία τους θα κοσμούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα είναι γεμάτες από ανθρώπους εμπείρους στην σοφία, στον λόγο και στην τέχνη. Επειδή κάθε άνθρωπος επιθυμεί να πάει εκεί, όπου ακούγεται ότι η τέχνη του λόγου, η η τέχνη πού ξέρει αυτός, χαίρουν εκτιμήσεως.
Είπε ο φιλόσοφος Μένανδρος ότι τρεις είναι οι κύριες αρετές πού κάνουν ένδοξο και πολύχρονο το ορθόδοξο επίγειο βασίλειο[32]. Πρώτη είναι η αλήθεια, δηλαδή η δικαιοσύνη του δικαστηρίου πού δεν κοιτάζει τα πρόσωπα των αντιδίκων και δεν δωροδοκείται. Δεύτερη, η σωφροσύνη, δηλαδή η αγνότητα της ζωής και η αναχαίτιση των φυσικών τάσεων με την θεάρεστη εγκράτεια, και τρίτη η πραότητα προς τους υπηκόους μαζί με τον φόβο του βασιλέως με σκοπό την βελτίωση και όχι την καταστροφή τους. Ο βασιλέας, πού κατευθύνει την ζωή του με αυτές τις τρεις αρετές είναι πραγματικά ορθόδοξος βασιλέας και έμψυχη εικόνα του ιδίου του Ουρανίου Βασιλέως.

Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

ομοια

Λόγος ΙΑ΄

αρχείο λήψης (1)Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἤ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Έτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2].

Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυίδ, ὁ τοῦ Θεοῦ προπάτωρ, λέγει: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως· τὰς εὐχᾶς μου τῷ Κυρίω ἀποδώσω ἐναντίον παντός του λαοῦ αὐτοῦ»[3]. Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν: «Ἀγαθόν το μὴ εὔξασθαί σε ἥ το εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»[4].
Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει ἔμπρακτα νὰ ἐκτελοῦμε τὰ τάματα, ποῦ ὑποσχόμαστε στὸν Θεό. Φοβούμενος τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἠσαύ, ὁ Ἰακὼβ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὸν Θεὸ τὴν δεκάτη ἀπὸ ὅλα τα ὑπάρχοντά του, ἂν ὁ Κύριος τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαὺ[5] καί, ἀφοῦ σώθηκε, ἐκτέλεσε ἔμπρακτά το τάμα τοῦ[6].
Ἀκόμη καὶ τὸν Λευΐ, τὸν υἱό του, ποῦ ὑπῆρξε δέκατος, τὸν ἔδωσε στὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφιέρωσε, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δὶ’ αὐτοῦ θυσίασε στὸν Θεὸ στὴν Βηθὴλ[7].
Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων.
Ο Ἰεφθάε, ὁ δικαστὴς καὶ πολέμαρχος τοῦ Ἰσραήλ, σκοπεύοντας νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς ἀλλοεθνεῖς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ὑποσχόμενος ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε νὰ νικήσει τοὺς ἀλλοεθνεῖς, θὰ θυσίαζε αὐτὸν ποῦ θὰ συναντοῦσε πρώτον, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν εἶδε τὴν κόρη του, τὸ μοναχοπαίδι του, νὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει θριαμβευτικὰ τὸν πατέρα της ὡς νικητή, τότε, παρὰ τὴν θέλησή του, μὲ μεγάλη θλίψη τὴν θυσίασε[8].
Ἡ μὴ ἐκπλήρωση τῶν ταμάτων ἔναντί του Θεοῦ εἶναι σφάλμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ ποῦ λέγει στὸν Θεὸ προσευχόμενος: «Ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψεῦδος»[9]. Αὐτὸς δὲ ὁ προφητικὸς ὅρκος πραγματοποιήθηκε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς γυναίκας τοῦ Σαπφείρας, ποῦ ἀπέκρυψαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος εἶπε, «Ἀνανία, διατὶ ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις ἀλλὰ τῷ Θεῶ», ὁ Ἀνανίας ἔπεσε κάτω καὶ πέθανε[10].
Πράγματι εἶναι «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[11]. Ἐπίσης ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει ὅτι ἡ παράβαση τῶν ταμάτων δὲν εἶναι ὠφέλιμη, ὅπως γράφει στὴν Ἃ΄ Ἐπιστολή του Πρὸς Τιμόθεον: «Νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν θέλουσιν, ἔχουσαι κρίμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν»[12], δηλαδὴ ὅσοι ἀθετοῦν τὸ τάμα τους στὸν Θεὸ νὰ ζοῦν στὴν ἁγνότητα.
Ἐπίσης στὴν Α΄ Ἐπιστολὴ Πρὸς Κορινθίους ἀναφερόμενος στοὺς παρθένους ὁρίζει: «Δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναίκα· ἐὰν δὲ καὶ γήμης, οὒχ ἤμαρτες· καὶ ἐὰν γήμη ἡ παρθένος, οὒχ ἤμαρτε· θλίψιν δὲ τὴ σαρκὶ ἔξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι»[13]. Θα πέσουν δηλαδὴ σὲ ἀσθένειες, κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους μέχρι τέλους.
Ἔτσι διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ σχετικὰ μὲ τὰ τάματα ποῦ κάνουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν θέλησή μας στὴν περίπτωση κάποιας μεγάλης δυστυχίας ἡ στὴν περίπτωση ποῦ θέλουμε νὰ βροῦμε τὴν σωτηρία, ὑποσχόμενοι ἁγνότητα. Ἀφοῦ δώσουμε τέτοια τάματα, πρέπει νὰ φερόμαστε σύμφωνα μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν λόγο: «Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου».
Ἀλλὰ καὶ «τὰ ἑκούσια του στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξον μὲ»[14]. Ἀκόμα καὶ ἂν κάποια ἡμέρα, ἡ ὁποία εἶναι ἑορτὴ τοῦ Κυρίου ἡ κάποιου μεγάλου Ἁγίου, καταλύεται τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων, ἃς μὴν ὑπερβάλλουμε οὔτε στὸ φαγητό, οὔτε στὸ κρασί, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες ποῦ ἀγνοοῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἃς τηροῦμε αὐστηρὰ τὴν ἐντολὴ ποῦ λέγει: «Προσέχετε δὲ ἐαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῖς»[15].
Εἶναι ὅμως ἀξιοθρήνητο αὐτὸ ποῦ κάνουν ἀνόητα μερικοί, ὅταν τὴν Δευτέρα δὲν καταλύουν τὸ κρέας, λὲς καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς φέρει τὴν μεγάλη σωτηρία, ἐνῶ ὅλες τὶς ἄλλες μέρες πίνουν κρασί, ψάχνουν γιὰ παρέες καὶ διασκεδάσεις, μεθοῦν καὶ παραφρονοῦν μὲ κάθε τρόπο, καὶ μερικὲς φορὲς ἀποχωροῦν ἀφοῦ προηγηθεῖ κάποια συμπλοκή.
Θὰ ἔλεγε κανεὶς σὲ αὐτοὺς νὰ ἀποφεύγουν τελείως τὴν οἰνοποσία, ἰδιαίτερα σὲ τέτοιες ἡμέρες, ἐπειδὴ ἡ ὑπερβολικὴ οἰνοποσία γίνεται αἰτία κάθε κακοῦ.
Σὲ αὐτὴν ὀφείλονται καὶ συμπλοκὲς καὶ φιλονικίες καὶ κάθε εἴδους ἀσωτία, πράγματα πού μᾶς βεβηλώνουν. Ἀπὸ τὴν κρεοφαγία ὅμως δὲν προκύπτει τίποτα ἀπὸ αὐτά: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως»[16].
Ἐπομένως, ἂν αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀποφεύγουμε τὸ κρέας ἀπὸ χριστιανικὴ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἰουδαϊκὴ ὑποκρισία, πρέπει νὰ συγκρατηθοῦμε καὶ ἀπὸ τὸ κρασὶ καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε ἀνίερη πράξη, ὑπακούοντας στὸν διδάσκαλο πού λέγει: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνω, ἐν ὢ ἐστιν ἀσωτία»[17].
Καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος διδάσκαλος λέγει: «Σήμερον οἰνοπότης, αὔριον ὑδροπότης»[18]. Καὶ ὅσοι μεθοῦν κάθε ἡμέρα ἀσυγκράτητα ἃς γνωρίζουν ὅτι «οὐ μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι»[19]. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάτι πιὸ ἀπαίσιο ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις τὸν χριστιανό, τὸν μοναχό, τὸν ἱερέα, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ περιμένει τὴν φοβερὴ Κρίση, νὰ περπατάει μεθυσμένος, ὁλοκόκκινος, νὰ κουνιέται ἀπρεπῶς καὶ νὰ κομπορρημονεῖ;
Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ αἰσχρὸ καὶ πιὸ ἄτιμο γιὰ τὴν ἄψογη χριστιανικὴ πίστη; Ἀληθῶς, οὐαί, οὐαί! Ἐνῶ πρέπει νὰ εἴμαστε φῶς τοῦ κόσμου[20] καὶ νὰ φωτίζουμε τοὺς ἄλλους, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας μᾶς γινόμαστε σκότος καὶ ἀντικείμενο πειρασμοῦ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Αὐτοὶ πού καυχῶνται γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς τους, ἀλλὰ δὲν ζοῦν κατὰ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες της, ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς πιστοὺς παράδειγμα κάθε παραβάσεως καὶ ἀταξίας, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους ἀντικείμενο γέλωτα καὶ ἀποδοκιμασίας.
Γι’ αὐτὸ φοβοῦμαι, μήπως μᾶς ἀφορᾶ αὐτὸ πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἰουδαίους: «Τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι»[21], καθὼς παραβαίνουμε καὶ ἐμεῖς τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μας. Δόξα Αὐτῶ εἰς αἰώνα. Ἀμήν.

Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

με απεραντη και ανυποκριτη Αγαπη Αγιου Κυριου Ιησου Χριστου

στους σλαυους αδελφους μας

καλην Φιαδελφειαν να εχωμεν!!!

ακομη και αλλα παραπληρωματικα

ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ 

Ο Φωτιστής των Ρώσων

Ἀπολυτίκιο

Ἦχος α΄

Τῆς Ἠπείρου τὸ κλέος καὶ τῆς Ἄρτης τὸ καύχημα,
τῆς Ὀρθοδοξίας ἐγένου ὁδηγὸς φαεινότατος.
Τιμῶντες οὖν τὴν μνήμην σου σεπτῶς,
ὦ Μάξιμε, γεραίρομεν πιστῶς.
Τοὺς ἀγῶνας σου, τὰς νίκας καὶ τὰ δεσμά,
πρὸς τήρησιν τῆς πίστεως.
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι,
διάπυρον προασπιστὴν τοῦ πατρῴου δόγματος.

Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός Ημών Μαξίμου του Γραικού του εξ Άρτης, του Φωτιστού των Ρώσων

Η καταγωγή του. Tα παιδικά του χρόνια

Μάξιμος είναι το μοναχικό του όνομα. Όταν ο μοναχός Μάξιμος μετέβη στη Ρωσία και παρέμεινε σ’αυτή, οι Ρώσοι του έδωσαν την προσωνυμία Γραικός. Μαξίμ Γκρέκ τον ονόμαζαν, λόγω της καταγωγής του από την Ελλάδα, και μ’αυτό το όνομα είναι γνωστός.

Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης και γεννήθηκε στην Άρτα στα 1470 μ.Χ. περίπου. Οι γονείς του Μανουήλ και Ειρήνη ήταν πλούσιοι και ευσεβείς. Η οικογένεια Τριβώλη, οικογένεια λογίων με επιφανείς προγόνους στην Κωνσταντινούπολη και την αυλή των δεσποτών του Μυστρά, ανήκε στη χορεία των λογίων που συνόδευσαν το Θωμά Παλαιολόγο κατά την έξοδό του από το Μυστρά, λίγο πριν από την πτώση του Δεσποτάτου.

Οι Τριβώληδες, στην περιπέτεια της αποδημίας τους από το Μυστρά, διάλεξαν την Άρτα ως τόπο εγκατάστασης και διαβίωσης· Την Άρτα, που βαραίνει η Βυζαντινή παράδοση, με τα μνημεία και την ακίβδηλη, χωρίς Λατινικές επιδράσεις, ορθοδοξία.

Τους γονείς του ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος σε μια βιβλιογραφική του ένδειξη τους χαρακτηρίζει Έλληνες, Χριστιανούς και φιλοσόφους.
Τα πρώτα του γράμματα μάλλον τα διδάχτηκε κατ’ οίκον από κάποιο δάσκαλο ή και από τους γονείς του, χωρίς να αποκλείεται η φοίτησή του σε κάποιο, βέβαια κρυφό, σχολείο. Έφηβο, στα 14 περίπου χρόνια του, οι γονείς του τον στέλνουν στην Κέρκυρα, για να συμπληρώσει τη μάθησή του πιο εμπεριστατωμένα κοντά στο θείο του Δημήτριο Τριβώλη, λόγιο, κωδικογράφο και βιβλιόφιλο, και στον επιφανή δάσκαλο, ρήτορα και φιλόσοφο και αντιγραφέα χειρογράφων Ιωάννη Μόσχο.

Σπουδές στη Δύση

Στην Κέρκυρα έμεινε ως τα 20 περίπου χρόνια του. Στη συνέχεια, λόγω της αγάπης του προς τα γράμματα, αναζήτησε τη μόρφωση έξω από την Ελλάδα. Στα 1492 έρχεται στη Φλωρεντία.

Η Δύση και ιδιαίτερα η Ιταλία, τα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, είχε δεχτεί πολλούς Έλληνες λογίους, και επιδιώκοντας το θησαυρό της ελληνικής γραμματείας, τους δεχόταν με αγάπη και προστάτευαν την επιστήμη.

Στην όμορφη Φλωρεντία σπούδασε, κοντά στο διαπρεπή Έλληνα φιλόλογο της εποχής Ιωάννη Λάσκαρη, Θεολογία, Ιστορία, Φιλοσοφία και τις γλώσσες αρχαία ελληνική, λατινική, γαλλική και ιταλική. Εδώ είχε την ευκαιρία να φοιτήσει και στην Πλατωνική Ακαδημία, όπου διέπρεπε ο μεγάλος δάσκαλος Μαρσίλιο Φιτσίνο.

Αφού παρέμεινε τρία χρόνια στη Φλωρεντία, ο νεαρός Αρτινός λόγιος έρχεται στη Βενετία, όπου συνδέθηκε με τον φημισμένο τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, τον περίφημο εκδότη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ο Μιχαήλ Τριβώλης, λόγω της μεγάλης μόρφωσής του, έγινε περιζήτητος ως επιστήμονας, και πολλοί χορηγοί εκδόσεων του ανέθεταν να κάνει μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, τα οποία στη συνέχεια τυπώνονταν από φημισμένους τυπογράφους. Ένας χορηγός ήταν ο άρχοντας Τζιανφραντσέσκο Πίκο, που στράφηκε προς τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, και ανέθεσε στο Μιχαήλ Τριβώλη να μεταφράσει Πατέρες στα λατινικά και να σχολιάσει τα κείμενά τους. Ασχολήθηκε με αυτά ό Μιχαήλ για μια τετραετία, από το 1498 ως το 1502, και γνώρισε έτσι σε βάθος τη θεολογία τους. Στο διάστημα αυτής της τετραετίας έκανε μια διακοπή, από τον Ιούνιο του 1499 ως το Μάρτιο του 1500, και πήγε στην Άρτα λόγω του θανάτου των γονέων του.

Το 1502 τον ξαναβρίσκουμε πάλι στη Φλωρεντία.

Ιδιαίτερη έλξη ασκούν επάνω του τα κηρύγματα του Δομηνικανού μοναχού Ιερώνυμου Σαβοναρόλα, που με τον φλογερό του ζήλο αποκάλυπτε τη διαφθορά των συγχρόνων του και τους καλούσε σε μετάνοια. Γιατί στην εποχή του υπήρχε μεγάλος ηθικός ξεπεσμός, όχι μόνο στους κοσμικούς ανθρώπους, αλλά και στους κληρικούς της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ο κάθε άρχοντας και ο κάθε καρδινάλιος είχε τον αστρολόγο του. Ειρωνεύονταν δε όποιον ήθελε να ζει και να φαίνεται ως χριστιανός. Αυτά στα κηρύγματά του ο μοναχός Σαβοναρόλα τα κτυπούσε, και κατάφερε να αλλάξει πολλούς ανθρώπους και να τους φέρει στο δρόμο το Χριστιανικό. Όμως η εκκλησιαστική εξουσία της πόλης, ο Πάπας Αλέξανδρος, σταμάτησε τη δράση του μεγάλου Ιεροκήρυκα· τον καταδίκασε σε μαρτυρικό δι’ αγχόνης θάνατο, και το σώμα του πετάχτηκε στην πυρά. Η καταδίκη του αγαπημένου του Σαβοναρόλα δημιούργησε στον Μιχαήλ Τριβώλη απογοήτευση για την τακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στην ελευθερία της θεολογικής σκέψης. Έτσι μετά από μικρή παραμονή στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία (για 10 μήνες, όπου ήταν φιλοξενούμενος, για να συνεχίσει τις μεταφράσεις των Ελλήνων Πατέρων, χωρίς να γίνει μοναχός), ο Μιχαήλ έρχεται στην Άρτα, την άνοιξη του 1505, και παραμένει για ένα ολόκληρο χρόνο· κατόπιν παίρνει το δρόμο για το Άγιο Όρος, και εγκαθίσταται στη μονή Βατοπαιδίου, και γίνεται ένας ταπεινός Αγιορείτης, σε εποχή που το Άγιο Όρος γνώριζε ημέρες δύσκολες και κρίση πνευματική και υλική.

Στο Άγιο Όρος

Όταν ο Μιχαήλ Τριβώλης έγινε ο μοναχός Μάξιμος στη μονή Βατοπαιδίου, διήνυε το 35ο έτος της ηλικίας του. Εκεί σαν απλός μοναχός επιδόθηκε στη μελέτη χριστιανών συγγραφέων στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής. Η μελέτη που έκανε ήταν συστηματική και βαθιά. Στα Ρωσικά αρχεία σώζονται επιστολές από το Άγιο Όρος για το Μάξιμο, στις οποίες εξαίρονται οι βαθιές του αγιογραφικές γνώσεις και η ευρύτατη εκκλησιαστική και εξ «ελληνικών βιβλίων» πολυμάθειά του. Στη Μονή του ασκείται με ζήλο στις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης, της εγκράτειας και της υπακοής, και αγωνίζεται να κόψει το ίδιον θέλημα και κάθε κακή επιθυμία και πλεονεξία.

Στο Άγιο Όρος αφήνεται να πλαστεί ταπεινά από την μακρά ορθόδοξη μοναχική πατερική παράδοση, αποβάλλοντας τις στείρες ουμανιστικές επιδράσεις που είχε δεχτεί στη Δύση.

Για τις ασχολίες του στο Όρος και την όλη του δραστηριότητα έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Έτσι μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με τις τότε συνήθειες της μονής στελνόταν και αυτός έξω από το Άγιο Όρος προς λογίαν υπέρ της Μονής. Κατά τις αποδημίες του αυτές, κυρίως στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή των Ενετών, δίδασκε και μιλούσε με παρρησία και ευθύτητα, χωρίς να υπολογίζει κανένα κίνδυνο, κυρίως από τους Τούρκους. Στήριζε έτσι τους ορθοδόξους στην πίστη, προφυλάσσοντάς τους από τη λατινική προπαγάνδα.

Όπως ο ίδιος αναφέρει, στο Άγιο Όρος παρέμεινε δέκα χρόνια «ἐργασθείς σωματικῶς καὶ πνευματικῶς». Η βαθιά του ταπείνωση και ο σεβασμός του προς τους πατέρες, οι ορθές περί ασκήσεως και μοναχισμού απόψεις του, η δογματική του ευαισθησία, η ευλάβειά του προς την Παναγία, η αγάπη του προς τα τυπικά του Αγίου Όρους, και η αντίθεσή του προς τον Δυτικό Ουμανισμό, συνθέτουν τα στοιχεία της γνήσιας ενσωματώσεώς του στην αγιορείτικη παράδοση. Την περίοδο αυτή συνθέτει τον περίφημο παρακλητικό κανόνα στον Τίμιο Πρόδρομο, καθώς και την ιερά ακολουθία του Αγίου Εράσμου. Συνθέτει και επιγράμματα, σε ποιητική γλώσσα, όπως είναι το επίγραμμα στον Άγιο Δημήτριο. Ίσως να υπάρχουν και άλλα τα οποία όμως δεν μας είναι γνωστά.

Το ήθος και η μόρφωσή του τον είχαν κάνει πολύ γνωστό στο Άγιον Όρος. Αυτό ακριβώς το κύρος, που είχε αποκτήσει, αποτέλεσε και την αιτία της αποστολής του στη Ρωσία.

Το 1515 ο μέγας ηγεμόνας της Μόσχας Βασίλειος Ιβάνοβιτς, γιος της Σοφίας της Παλαιολογίνας, απηύθυνε παράκληση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πρώτο του Αγίου Όρους, ζητώντας για ένα διάστημα στη Ρωσία το λόγιο Βατοπαιδινό μοναχό Σάββα. Σε αυτόν θα ανέθετε την εκ νέου μετάφραση των λειτουργικών βιβλίων, της Αγίας Γραφής και των βιβλίων των αγίων Πατέρων, από τα ελληνικά στα ρωσικά, διορθώνοντας έτσι και σοβαρές αλλοιώσεις που είχαν υποστεί με το χρόνο, από την απειρία και την ολιγογραμματοσύνη των μεταφραστών και των αντιγραφέων.

Ο μοναχός Σάββας όμως ήταν γέρος και άρρωστος, και έτσι στη θέση του επιλέχθηκε ο Μάξιμος ως έμπειρος στις Θείες Γραφές και επιδέξιος στην ερμηνεία των οποιωνδήποτε εκκλησιαστικών βιβλίων.

Ο Μάξιμος στη Ρωσία

Με θερμές προσευχές και με την ευλογία των πατέρων του Αγίου Όρους, ο Μάξιμος ξεκίνησε μαζί με τους απεσταλμένους για τη Ρωσία, παίρνοντας μαζί του τον ιερομόναχο Νεόφυτο και τον Λαυρέντιο, οι οποίοι γνώριζαν τη ρωσική γλώσσα. Αφού πέρασαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και πήραν την ευλογία του Πατριάρχη, έφθασαν στη Μόσχα, μετά από ένα πολύπονο ταξίδι, στις αρχές του 1518.

Ο ηγεμόνας Βασίλειος και ο Μητροπολίτης της Μόσχας Βαρλαάμ δέχτηκαν με μεγάλη τιμή τον Μάξιμο, ο οποίος άρχισε να ασχολείται αμέσως με την πλούσια βιβλιοθήκη του μεγάλου ηγεμόνα, ταξινομώντας τα ελληνικά χειρόγραφα. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει και να διορθώνει παλαιά και νέα έργα.

Το πρώτο σπουδαίο έργο, για του οποίου την μετάφραση κάλεσε τον Μάξιμο ο μέγας ηγεμών, ήταν το ψαλτήρι. Το βιβλίο αυτό των ψαλμών συμπεριλάμβανε και τα ερμηνευτικά σχόλια των Ελλήνων Πατέρων της ορθοδόξου Εκκλησίας και έτσι ενοποιημένο ήταν γνωστό στους Ρώσους ως «Ερμηνευτικός Ψαλτήρ». Το Ψαλτήριο με τη βαθιά του θεολογική σημασία, απολάμβανε μεγάλο σεβασμό από το Ρωσικό λαό και είχε ευρύτατη διάδοση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το κείμενο όμως είχε σκόπιμα νοθευτεί από αιρετικούς.

Ο Μάξιμος, επειδή είχε ανεπαρκή γνώση της ρωσικής γλώσσας, μετέφραζε από την ελληνική στη λατινική γλώσσα, και οι βοηθοί του από την λατινική στη ρωσική.

Η όλη εργασία κράτησε 17 μήνες. Όταν τελείωσε, παρέδωσε το έργο του στον ηγεμόνα, ο οποίος διαβίβασε το χειρόγραφο στον Μητροπολίτη Βαρλαάμ προς έγκριση. Συγχρόνως παρακαλούσε να του επιτρέψει την επάνοδό του στον τόπο της μετανοίας του, το Άγιο Όρος.

Το θέλημα όμως του Θεού ήταν διαφορετικό. Οι ευρύτατες θεολογικές και φιλολογικές γνώσεις του είχαν ιδιαίτερα εκτιμηθεί στη Μόσχα, και ο μέγας ηγεμόνας δεν ήταν διατεθειμένος να στερηθεί τις υπηρεσίες μιας σπάνιας, για τη Ρωσία της εποχής εκείνης, προσωπικότητας. Έτσι του αναθέτει νέες εργασίες και διορθώσεις. Μεταφράσεις στις Πράξεις των Αποστόλων, στους Αποστολικούς Κανόνες, στους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, στις Ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και σε πολλά λειτουργικά βιβλία.

Με την πάροδο του χρόνου ο μοναχός Μάξιμος εξοικειώθηκε με το περιβάλλον και δημιούργησε στενές σχέσεις και επαφές με τις πιο επιφανείς φυσιογνωμίες της ρωσικής πνευματικής κοινωνίας.

Συγχρόνως όμως άρχιζε να δημιουργεί και εχθρούς. Η παράταση της παραμονής του τον εγκλιμάτιζε όλο και περισσότερο στις ιδιαιτερότητες των προβλημάτων της ρωσικής εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής, με αποτέλεσμα να παίρνει θέση σε αυτά. Έλεγχε με τον προφορικό και γραπτό λόγο του τα κακώς κείμενα και καθοδηγούσε σε μια ανώτερη ζωή, που ακτινοβολούσε το γνήσιο χριστιανικό πολιτισμό.

Την εποχή αυτή στην πνευματική ζωή της Ρωσίας υπήρχε μεγάλη κατάπτωση στην κοινωνία. Ρώσοι και ξένοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή (πρώτο μισό του 16ου) ως την περισσότερο σκοτεινή περίοδο της ρωσικής ιστορίας. Οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες, ενώ έπρεπε να δίνουν οι ίδιοι το καλό παράδειγμα, γινόταν το αντίθετο. Ο λαός ζούσε σύμφωνα με τα πάθη του.

Η σκληρότητα, η απανθρωπιά, η εκμετάλλευση, η αδικία, η υποκρισία, η μέθη και ο ηδονισμός κυριαρχούσαν· η μεγάλη αμάθεια και η αγραμματοσύνη όλων των κοινωνικών στρωμάτων είχε ως αποτέλεσμα να επικρατούν πλήθος από πλάνες, δεισιδαιμονίες και διάφορα στοιχεία της προχριστιανικής ρωσικής ειδωλολατρίας. Σχολεία δεν υπήρχαν, μόνο στα μοναστήρια μπορούσε κανείς να μάθει γράμματα. Αλλά και οι περισσότεροι μοναχοί προτιμούσαν την αμάθεια· δεν μπορούσαν να καταλάβουν το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας και έμεναν μόνο στους τύπους. Η μαγεία ήταν διαδεδομένη. Ακόμη αγεφύρωτο χάσμα υπήρχε μεταξύ των ευγενών και του λαού, αλλά και των μοναστηριών και του λαού. Απέραντες εκτάσεις και περιοχές ολόκληρες ανήκαν στα μοναστήρια, μαζί με τους κατοίκους τους, που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν ως δούλοι τους μοναχούς.

Την εποχή αυτή επικρατούσαν δύο τάσεις σχετικά με την περιουσία των μοναστηριών. Η μία υποστήριζε ότι τα μοναστήρια δικαιούνταν να έχουν μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, που θα περιλάμβανε χωριά και δούλους χωρικούς. Η άλλη ακολουθούσε την ησυχαστική παράδοση του Αγίου Όρους, φρονώντας ότι οι μοναχοί δεν πρέπει να μπλέκονται σε μέριμνες βιοτικές και να αντιδικούν με τους χωρικούς για πράγματα υλικά.

Ο Μάξιμος –χωρίς να ταχθεί με κανέναν‐ υποστήριζε τις σωστές απόψεις της Ορθοδοξίας για την περιουσία. Τόνιζε πως η Εκκλησία δικαιούται να έχει κτηματική περιουσία για τα απολύτως αναγκαία πράγματα και για τη διενέργεια αγαθοεργιών. Χτυπούσε όμως τον υπερβολικό πλούτο, ο οποίος, έλεγε, διαφθείρει τον άνθρωπο και σκοτίζει το νου του.

Η καταδίκη και η φυλάκισή του

Με την άνοδο λοιπόν του Ηγουμένου της μονής Βολοκαλάμσκ Δανιήλ στον μητροπολιτικό θρόνο της Μόσχας, τα πράγματα άλλαξαν για τον Μάξιμο Γραικό, που είχε γίνει πια γνωστός στη Ρωσία. Αφορμή για την σύγκρουση με την πολιτική και θρησκευτική ηγεσία δόθηκε, όταν ο ηγεμόνας θέλησε να χωρίσει την ευσεβή σύζυγό του Σολομονή, επειδή δεν έκανε παιδιά, για να αφήσει διάδοχο, και να παντρευτεί την Λιθουανή καθολική Ελένη. Ο Μάξιμος αντιτάχθηκε. Αυτή του η στάση προκάλεσε τη δυσμένεια του ηγεμόνα απέναντί του.

Έτσι μεταξύ των ετών 1524 καὶ 1525 διατάχθηκε η σύλληψή του. Του επιφυλάχθηκε μια θεαματική δίκη, το Μάιο του 1525, στην οποία προήδρευσαν ο Μέγας Ηγεμόνας και ο Μητροπολίτης Δανιήλ, που εκτελούσε χρέη εισαγγελέα.

Οι κατηγορίες εναντίον του ήταν χαλκευμένες και ψεύτικες. Τον κατηγόρησαν και του καταλόγισαν αίρεση, μαγεία, κατάκριση και συνωμοσία κατά του ηγεμόνα, κατασκοπεία υπέρ του Τούρκου σουλτάνου, τον κατέκριναν ακόμη, επειδή ήταν εναντίον της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ρωσίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο· δέχεται κατάκριση για τις θέσεις του για τις κτίσεις σε γη και δούλους χωρικούς των μοναστηριών και της Εκκλησίας, τον κατηγόρησαν ότι έκανε σκόπιμα λανθασμένες μεταφράσεις στα ιερά βιβλία, και του προσήψαν και διάφορες άλλες κατηγορίες.

Έτσι τον καταδίκασαν σε εγκλεισμό στη μονή Βολοκαλάμσκ, ως αιρετικό και ως αμετανόητο αμαρτωλό. Εκεί τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο σε απομόνωση και τον παρέδωσαν στην εκδίκηση των μοναχών, που τόσο είχε ελέγξει. Το χειρότερο ήταν ότι του απαγόρευσαν τη Θεία Κοινωνία και τη συμμετοχή του στις ακολουθίες του Ναού.

Έξι χρόνια πέρασε ο όσιος Μάξιμος σε αυτή τη σκληρή σκλαβιά, ανάμεσα σε εχθρικούς προς αυτόν μοναχούς, σ’ ένα υγρό και στενό κελί, όπου υπέμεινε την πείνα, το κρύο, τη δυσωδία, και την στέρηση ασχολίας. Επί πλέον του αφαίρεσαν τα βιβλία και του απαγόρευσαν να γράφει. Αυτοί που ευεργέτησε, αντί των ευεργεσιών, του απέδωσαν αδικία, συκοφαντία, βάσανα. Όμως ο Μάξιμος ποτέ δεν θεώρησε όλους αυτούς που τον βασάνιζαν εχθρούς του, αλλά τους αγαπούσε σαν αδελφούς του. Γιατί είχε μέσα του το άγιο Πνεύμα.

Η μόνη του παρηγοριά στη σκληρή φυλακή ήταν η θερμή και αδιάλειπτη προσευχή του.

Ο Κύριος όμως δεν τον εγκατέλειψε. Παρουσιάστηκε σε αυτόν άγγελος Κυρίου στη φυλακή, ο οποίος τον στερέωσε στην υπομονή, λέγοντάς του: «Υπομονή, γέροντα. Με αυτά τα πρόσκαιρα βάσανα, θα λυτρωθείς από τα αιώνια». Παρηγορημένος απ΄ αυτή την ουράνια επίσκεψη, ο Μάξιμος ευχαριστούσε από τα βάθη της καρδιάς του τον Κύριο, και εξύμνησε το παράκλητο Άγιο Πνεύμα, με ένα Κανόνα, τον οποίο βρήκαν γραμμένο με κάρβουνα στον τοίχο του κελιού του. Το πρώτο τροπάριο της α΄ ωδής είναι το παρακάτω: «ὁ μάννα ποτὲ ἐν ἐρήμῳ διαθρέψας τὸν Ἰσραὴλ, καὶ τὴν ψυχήν μου, Δέσποτα, ἔμπλησον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵνα θεαρέστως δουλεύω σοι».

Το έτος 1531 η δίκη του επαναλήφθηκε, με τις παλιές και με νέες κατηγορίες, και με απόφαση, νέα ισόβια αυτή τη φορά κάθειρξη στη μονή Ότροτς της πόλεως Τβέρης. Εκεί η θέση του καλυτέρευσε. Μπήκε κάτω από την προστασία του επισκόπου Τβέρης Ακακίου, ο οποίος, αν και ανήκε στο κλίμα του Δανιήλ, ήταν άνθρωπος ήρεμος και καλοκάγαθος και περιέβαλλε το Μάξιμο με αγάπη. Του έδωσε την άδεια να γράφει και να διαβάζει βιβλία. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή του έδινε ανακούφιση στα αφόρητα δεσμά και τον ικανοποιούσε πνευματικά. Ο ίδιος συγκέντρωσε από το 1532 τα έργα που είχε γράψει μέχρι τότε, και έγραψε και νέα. Είχε πλέον μάθει τέλεια τη ρωσική γλώσσα και έγραφε τα συγγράμματά του στα ρωσικά. Τα περισσότερα έργα του ανήκουν σε αυτή την εποχή (1532-1551). Έστελνε τα χειρόγραφά του σε διάφορους φίλους του, οι οποίοι τα αντέγραφαν, η τα αντέγραφε ο ίδιος. Χαιρόταν να επικοινωνεί με τους πιστούς Ρώσους, οι οποίοι του ζητούσαν απαντήσεις σε διάφορα προβλήματά τους.

Ο Μάξιμος παρέμεινε φυλακισμένος για 23 ολόκληρα χρόνια. Η εκδικητικότητα των κρατούντων δεν κάμφθηκε με τίποτε.
Μάταια απευθύνθηκε σ΄ αυτούς με σπαρακτικά λόγια, ζητώντας την απελευθέρωσή του. Μόνο με την αλλαγή του Μητροπολίτη Δανιήλ το 1539 (τη θέση πήρε ο ενάρετος Ιωάσαφ, ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου Σεργίου), του επιτράπηκε η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και η παρακολούθηση των ακολουθιών στην εκκλησία. Μπορούμε να φανταστούμε, μετά από 18 χρόνια στέρησης, με πόση χαρά και με τι αίσθημα συγκίνησης πλησίασε ο άγιος στη μετάληψη του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Χριστού, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν χωρισμένος από Αυτόν!

Η κατακράτηση και η φυλάκιση του Μαξίμου στη Ρωσία απασχόλησαν πολλές φορές τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας, αλλά και τους πατέρες του Αγίου Ὄρους, που με επιστολές τους παρακαλούσαν τον Μέγα Ηγεμόνα για την απελευθέρωσή του. Αλλά οι παρεμβάσεις τους δεν είχαν αποτέλεσμα.

Η δικαίωσή του

Μόλις το 1548 ο Άγιος Μάξιμος απελευθερώνεται και έρχεται να ζήσει στη μονή της Αγίας Τριάδος, έξω από την Μόσχα, στο σημερινό Ζαγκόρσκ, την οποία είχε ιδρύσει ο όσιος μοναχός Σέργιος.

Ήταν αποκαμωμένος από το βάρος των δεσμών και τη ζοφερή φυλακή, από τις εσωτερικές και εξωτερικές θλίψεις και τα βάσανα. Ήταν παραγερασμένος, πονούσαν τα πόδια του και όλα τα μέλη του σώματός του, και τα φωτεινά του μάτια από τα αδιάλειπτα δάκρυα είχαν πάθει βλάβη. Έτσι έμεινε στη Ρωσία και αναπαύθηκε στα 1556, στις 21 Ιανουαρίου, σε ηλικία 90 χρόνων, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, που είναι γραμμένο κυρίως στα ρωσικά, με εξαίρεση ένα μικρό αριθμό κειμένων που διασώθηκαν στα ελληνικά.

Μετά το θάνατό του η ρωσική συνείδηση αφυπνίστηκε και αντιλήφθηκε τη μέγιστη αδικία απέναντι στον πολύτιμο αυτό άνδρα. Ο Μάξιμος υπήρξε ο πρώτος στη Ρωσία μαρτυρήσας υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, και σαν μάρτυρας και άγιος υψώθηκε στη συνείδηση του ρωσικού λαού. Κυνηγημένος, όταν ζούσε από τους ρώσους, ο Μάξιμος δοξάστηκε από τους ίδιους μετά το θάνατό του. Ήδη από τα μέσα του ιστ΄ αιώνα άρχισαν να συντάσσονται βίοι του οσίου Μαξίμου του Γραικού και διηγήσεις για τα θαύματά του. Στο τέλος του ιζ΄ αιώνα το όνομά του αναγράφεται στα αγιολόγια των ετησίων ρωσικών ημερολογίων, αγιογραφούνται οι πρώτες εικόνες του, και γράφονται τροπάρια προς τιμήν του.

Από τους ιστορικούς θεωρείται ως ο περισσότερο μορφωμένος και σοφός άνθρωπος της εποχής του. Τον χαρακτηρίζουν ως θεολόγο, φιλόλογο, ιστορικό, ποιητή, ρήτορα, βαθύ φιλόσοφο, και σπουδαίο κριτικό, πνευματικό ηγέτη και ταπεινό μοναχό, κήρυκα και ομολογητή της πίστης, και θερμό ιεραπόστολο της Ορθοδόξου Ελληνικής Ανατολής, και μεταρρυθμιστή όλης της Μοσχοβίτικης κοινωνίας, που βρισκόταν σε πλήρη ηθική παρακμή.

Στον τάφο του στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου του Ζαγκόρσκ ο Μόσχας Πλάτων (1812) ανήγειρε παρεκκλήσιο, το οποίο το 1833 συμπλήρωσε ο ηγούμενος της Λαύρας Αρχιμ. Αντώνιος. Συχνά επάνω στον τάφο του γίνονταν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών του, αλλά και απλά με τον ασπασμό της εικόνας του πολλοί γίνονταν καλά, ύστερα από περιπέτειες με την υγεία τους.

Οι αρτινοί βέβαια, που γνώριζαν πολλά για το βίο και την αγία ζωή του Μαξίμου του Γραικού, του συμπατριώτη τους, από νωρίς τὸν τίμησαν. Το έτος 1980, με τις ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτη Άρτας Ιγνατίου του Γ΄,και τη βοήθεια του μουσικοφιλολογικού συλλόγου «Σκουφάς», και άλλων φορέων, έστησαν χάλκινο άγαλμα στην είσοδο της πόλης, το οποίο παριστάνει καθιστό τον άγιο να διαβάζει το Ευαγγέλιο· τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 20 Σεπτεμβρίου 1980 από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία και άλλων μητροπολιτών, του τότε προηγουμένου της μονής Βατοπαιδίου κ. Κωνσταντίνου, επισήμων και πλήθους αρτινού λαού. Ο δε Ηγούμενος δώρισε στην μητρόπολη Άρτας εικόνα μεγαλοπρεπή, που εικονίζει την Παναγία με τον Άγιο Μάξιμο το Γραικό

Μόλις το 1988, το Οἰκουμενικό Πατριαρχείο, με τις ενέργειες κυρίως του αείμνηστου αρτινού δικηγόρου, ιστορικού και ερευνητή Κ. Τσιλιγιάννη, κατέταξε στο αγιολόγιο της Εκκλησίας τον άγιο Μάξιμο το Γραικό. Κατά το ίδιο έτος και η Ρωσική Εκκλησία τον ανεκήρυξε άγιο και τον συγκαταρίθμησε στο χορό των οσίων και μαρτύρων της.

Τον Ιούλιο του 1996 έγινε με ευλάβεια και λαμπρότητα η ανακομιδή του ιερού Λειψάνου του Οσίου Μαξίμου του Γραικού απὸ τον τάφο του και μεταφέρθηκε στο καθολικό του καθεδρικού ναού της Αναλήψεως της Λαύρας της Αγίας Τριάδας στο Ζαγκόρσκ· εκεί τοποθετήθηκε σε χρυσοποίκιλτη λάρνακα μπροστά στο ιερό, για να το προσκυνούν με ευλάβεια οι πιστοί.

Το έτος 1997, μήνα Ιούλιο, ελληνική αντιπροσωπία, που αποτελούνταν από τον πρώην Μητροπολίτη Άρτης Ιγνάτιο τον Δ΄, το μακαριστό Μητροπολίτη Αργολίδος Ιάκωβο το Β΄, που εργάστηκε ως ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Άρτας επί 27 συναπτά έτη, πρίν εκλεγεί μητροπολίτης στην Αργολίδα, τον Ηγούμενο της Ι.Μ Βατοπαιδίου Γέροντα Εφραίμ, τον αείμνηστο ιστορικό ερευνητή Κ. Τσιλιγιάννη και άλλους, κατόπιν αιτήσεώς τους, παρέλαβαν από τον μακαριστό Πατριάρχη Ρωσίας Αλέξιο δύο λειψανοθήκες, με λείψανα του Αγίου, μία για την Άρτα, και μία για τη μονή Βατοπαιδίου, καὶ τα μετέφεραν στην Ι.Μ Βατοπαιδίου. Έτσι επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του, που τόσο επιθυμούσε και παρακαλούσε, μετά από 405 χρόνια. Εκεί στη μονή έμεινε για μικρό διάστημα και η Λάρνακα που προοριζόταν για την Άρτα. Αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου 1997, μεταφέρθηκε στην Ἀρτα, από τον Ηγούμενο Εφραίμ και άλλους Βατοπαιδινούς μοναχούς, και έτυχε πάνδημης υποδοχής. Έτσι επέστρεψε και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, από όπου ξεκίνησε τη ζωή του. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου αρχικά τοποθετήθηκαν στον Ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου της πόλης της Άρτας, και αργότερα στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Μερικά χρόνια αργότερα, τον μήνα Μάιο του 2006, τέθεικε επί τέλους ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση του ναού του Αγίου Μαξίμου από τον πρώην Μητροπολίτη Άρτας κ. Ιγνάτιο τον Δ΄, στην περιοχή του Τριγώνου της πόλης της Άρτας.

Σιγά σιγά με τη βοήθεια του ευσεβούς αρτινού λαού κτίστηκε το υπόγειο και λειτούργησε ως ναός για αρκετά χρόνια. Εκεί τοποθετήθηκαν και τα ιερά λείψανα του Αγίου και η εικόνα του, που το 1980 δώρισε η μονή Βατοπαιδίου στη Μητρόπολη Άρτης.

Ο Ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ, μαζί με Βατοπαιδινούς πατέρες, στις 20 Ιανουαρίου του έτους 2014, έφεραν αντίγραφο της εφέστιας εικόνας της μονής, την Παναγία την Παραμυθία, δωρεά «δια της Μονής Βατοπαιδίου» της οικογένειας του Κύπριου ιατρού Νεάρχου Παναγή, την οποία αγιογράφησαν οι πατέρες της μονής, και την τοποθέτησαν στον υπόγειο ναό προς ευλογία των πιστών, γιατί στο Βατοπαίδι τιμούν την Παναγία την Παραμυθία στις 21 Ιανουαρίου, ανήμερα του θανάτου του Αγίου Μαξίμου, και της εορτής του.

Μετά από πολλές προσπάθειες, με την συνδρομή του ευσεβούς αρτινού λαού, των τοπικών αρχών και με την οικονομική συνδρομή της Μονής Βατοπαιδίου, υψώθηκε ο ναός του Αγίου Μαξίμου, και τον Ιούνιο του έτους 2016 έγιναν τα εγκαίνια. Εκεί μεταφέρθηκαν τα λείψανα του Αγίου και η εικόνα της Παναγίας της Παραμυθίας. Μέσα στο ναό στη δεξιά πλευρά υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον πρόσφατα ανακηρυχθέντα Άγιο Πορφύριο. Μας θυμίζουν, ο Ναός του Αγίου Μαξίμου και το παρεκκλήσιο του Αγίου Πορφυρίου, πως άγιος μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε αγωνίζεται να ζει κατά Χριστόν, σε όποια εποχή και αν ζει. Τώρα γίνεται και η αγιογράφηση του ναού, με τη συνδρομή των πιστών και ελπίζουμε σύντομα να τελειώσει. Βέβαια οι ελλείψεις είναι ακόμη πάρα πολλές, όπως στο εξωτερικό του ναού. Ελπίζουμε, με τη βοήθεια του Θεού, τις μεσιτείες των αγίων, την αγάπη των πιστών, να ολοκληρωθούν όλες οι εργασίες, και ο ναός να στέκεται εκεί στους αιώνες των αιώνων, και πύλαι άδου να μην τον βλάψουν.

Πέρα από την αγία του ζωή που πρέπει να μιμούμαστε, γιατί «τιμή μάρτυρος, μίμηση μάρτυρος», ο Άγιος Μάξιμος μας άφησε και τα πολύτιμα συγγράμματά του, τα περισσότερα των οποίων γράφτηκαν στη ρωσική γλώσσα και μεταφράστηκαν με τη φροντίδα της μονής Βατοπαιδίου στη νέα ελληνική γλώσσα. Εκδόθηκαν δε πρόσφατα από τη μονή της μετανοίας του, το Βατοπαίδι, σε τρεις τόμους με το γενικό τίτλο ΑΠΑΝΤΑ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ.

Ο Α΄τόμος (έκδοση 2011) περιέχει 49 λόγους του, που είναι επιστολές σε διάφορους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, λόγους για την περιουσία των μοναστηριών, και άλλους που συνδέονται άρρηκτα με το μοναχικό βίο, όπως π.χ. περί αδηφαγίας, περί πειρασμών κατά τα όνειρα. Άλλοι αναφέρονται ενάντια στην τυπολατρία του Θεού, άλλοι στρέφονται κατά της διδασκαλίας της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας για το καθαρτήριο πυρ. Άλλοι λόγοι του αναφέρονται σε βίους αγίων και άλλοι στην πρόνοια και φιλανθρωπία του Θεού. Άλλοι στην αστρολογία και κτυπούν τις δεισιδαιμονίες.

Στο Β΄ τόμο (έκδοση 2012) περιλαμβάνονται 28 λόγοι που είναι κυρίως δογματικοί· με επιχειρήματα αποκρούει τις κατηγορίες που του προσήψαν, όταν τον δίκασαν ως αιρετικό, και εκθέτει με λεπτομέρεια την ορθόδοξη πίστη του. Με άλλους λόγους του ασκεί πολεμική κατά των αλλοθρήσκων Ιουδαίων, ειδωλολατρών, Μωαμεθανών, όπως και κατά των ετερόδοξων Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών και Αρμενίων. Ιδιαίτερα ο Μάξιμος αγαπούσε την Κυρία Θεοτόκο και με λόγο του αντικρούει τις αιρετικές και βλάσφημες για το πρόσωπό της δοξασίες των αιρετικών.

Ο Γ΄ τόμος (έκδοση 2014) περιέχει 53 λόγους που αναφέρονται σε διάφορα θέματα, ερμηνείας των Γραφών, αλλά και των έργων πατέρων της Εκκλησίας, ερμηνεία επάνω στη θεία λατρεία, άλλοι λόγοι στρέφονται ενάντια σε αιρετικούς, καθώς και άλλοι είναι επιστολές σε διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα.

Υπάρχουν και άλλα έργα του στα ρωσικά, αμετάφραστα ακόμη. Ελπίζουμε οι Πατέρες της μονής Βατοπαιδίου με τη βοήθεια του Θεού, και τις πρεσβείες του Αγίου Μαξίμου, σύντομα να μας τα δώσουν στη νέα Ελληνική, για ωφέλεια των ψυχών μας.

Ο Άγιος Μάξιμος πέρα από τη μεγάλη του μόρφωση, που φαίνεται στα συγγράμματά του, ήταν κυρίως άνθρωπος ασκήσεως και προσευχής. Χάρη στη μεγάλη του πίστη και τον ευγενή του χαρακτήρα, όπου και αν βρισκόταν, στην Ελλάδα ή στη Ρωσία, στο μοναστήρι του στο Βατοπαίδι, ή σε άλλους τόπους, στη φρικτή φυλακή, ή στην ελευθερία, θα είναι για όλους μας υπόδειγμα, καθοδηγητής, και πρεσβευτής προς τον Θεό, και ιδιαίτερα για την Άρτα με το λαό της.

 

ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΡΤΗΣ – ΤΟΠΙΚΗ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ

 



Παναγία: Το «Χαίρε!» που μου ψάλλεις συχνά… (Συγκλονιστικό)


Παναγία: Όταν δώ ότι με τα έργα σου εκτελείς τις εντολές του Υιού μου, ότι αποφεύγεις γενικώς κάθε κακό, την ασωτία, το ψεύδος, την υπερ­ηφάνεια, τον δόλο και την άδικη αρπαγή ξένης περιουσίας, θα με ευχαριστεί το «Χαίρε!» πού μου ψάλλεις συχνά, το οποίο είναι δημιούργημα του σοφού Θεού.

Όσο όμως κάνεις αυτές τις πράξεις, και μάλιστα τις χαίρεσαι, όσο πίνεις χαρούμενα το αίμα των πτωχών με διπλούς τόκους και ρουφάς το μεδούλι από τα κόκαλά τους με αμέτρητα καταναγκαστικά έργα, μέχρι τότε δεν θα διαφέρεις για εμένα σε τίποτα από τον αλλόθρησκο, τον Σκύθη η τον οποιονδήποτε διώκτη του Χριστού, όσο και αν καυχιέσαι για το βάπτισμά σου.

Δεν θα εισακούσω καθόλου τις προσευχές σου, έστω και αν μου ψάλλεις με ευχάριστη φωνή. «Έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού η ολοκαυτώματα»[1].

Εσύ όμως σαν χοίρος παραδίδεσαι σε κάθε ασέλγεια και σαν άγριος λύκος αρπάζεις ξένες περιουσίες και αδικείς δυστυχισμένες χήρες. Είσαι πλεονέκτης σε όλα και πλήρης ανόμων πράξεων, σαν Τατάρος, καθώς διασκεδάζεις και μεθάς, παίζοντας πάντοτε το γούσλι[2] και απολαμβάνοντας αισχρά και ακόλαστα τραγούδια.

Έχεις διώξει από την ψυχή σου εντελώς τον φόβο του Θεού, ελπίζεις δε να με ευχαριστήσεις με τους πολλούς κανόνες και τα στιχάρια, ψάλλοντάς τα με δυνατή φωνή; Δεν ακούς τον Απόστολο πού λέγει ότι όσοι πράττουν αυτά δεν κληρονομούν την βασιλεία του Θεού[3], αλλά μάλλον εκείνα τα πικρά βάσανα κάτω από την γή;

Μην εξαπατάς τον εαυτό σου!

Αν όμως επιθυμείς να γλυτώσεις από τα βάσανα και να κληρονομήσεις την βασιλεία του Θεού μαζί με όλους τους εναρέτους, τότε να απαρνηθείς όλες απολύτως τις κακές πράξεις σου και να αγαπήσεις ολόψυχα τις αρετές, να στηρίξεις την σκέψη σου στον φόβο του Θεού και στην αγάπη και την επιθυμία των ουράνιων αγαθών. Αλλιώς δεν θα μπορέσεις να γλυτώσεις από την τιμωρία ούτε να εξιλεωθείς πριν από την φοβερή Κρίση.

Αν δεν ακούσεις αυτές τις συμβουλές μου, ανόητε, και συνεχίσεις να παραμένεις στο άνομο ήθος σου, θα καταλάβεις την ανοησία σου, όταν βρεθείς αλυσοδεμένος χειροπόδαρα, επειδή δεν θα έχεις την κατάλληλη για τον πνευματικό γάμο ενδυμασία.

Θα σε ρίξουν στα υποχθόνια ατελείωτα πύρινα βάσανα, όταν σαν τα άχρηστα ψάρια σε πετάξουν έξω, όπως εκείνον πού δεν ανατράφηκε στα καθαρά νερά της ευσεβείας, αλλά σε θολά αμαρτωλά έλη και ζούσε μέσα στην ασωτία, θεωρώντας ζωή για τον εαυτό του την απόλαυση της επιθυμίας και θα ακούσεις τα λόγια: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς»[4].

Απομακρυνθείτε από μένα, αφού διαπράξατε την ανομία. Τότε θα κλείσει για εσένα η πύλη του νοερού γάμου, καθώς δεν δέχθηκες στο σκεύος σου το έλαιο, αλλά νικημένος από την φιλαργυρία δεν έπαψες ποτέ να αδικείς τους πάντες χωρίς λόγο και να μισείς τους πένητες.

Τότε, ανόητε, θα μάθεις αληθινά και θα κλαίς μάταια και άσκοπα, όταν κατανοήσεις πλήρως ότι είναι αψευδείς αυτές οι εντολές του Υιού μου, με τις οποίες Αυτός προανήγγειλε την τιμωρία και τα αιώνια αγαθά. Έτσι, σε όσους ακούν τον λόγο Του έχει ετοιμασθεί η αγαλλίαση, ενώ στους ανυπάκουους το αιώνιο πύρ[5].

Επομένως, αν πράγματι επιθυμείς να έχεις την βοήθειά μου και να ευχαριστήσεις τον Θεό, τον Βασιλέα των όλων, τότε να προσπαθείς να μου ψάλλεις «Χαίρε!» με σωφροσύνη και ελεημοσύνη προς τους πένητες.

Αγίου Μαξίμου του Γραικού
Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΕΙΣ ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ ΕΙΣ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΚΗΡΥΞΑΤΕ ΜΕΤΑΔΩΣΑΤΕ ΔΙΑΔΩΣΑΤΕ Η ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΣΑΕΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΗ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΤΣΙΦΑ!!! ΤΙΜΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΗΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΣΑΝ ΤΟΙΟΥΤΟΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΒΛΑΣΤΟΝ!!! ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΧΩΜΕΝ ΑΥΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ!!! ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΙΦΑΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!! σχετικα ιστολογια ολα απο την μηχανη YAHOO με βασικη αναζητηση omologiayper.blogspot.com omol0gia.blogspot.com (το 0 αριθμος) maxaipa.blogspot.com thaumathaumatwv.blogspot.com salvationsafe.blogspot.com και omologiayperthspisteoskaithspatridos.blogspot.com

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΗΜΩΝ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΚΑΛΑ!!! ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ !!! ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!! ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΠΟΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΚΑΘ΄ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ ΚΑΙ Ο ΠΙΛΑΤΟΣ.. ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΑΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΝ.. ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΜΩΣ ΟΛΟΙ.. ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ.. ΟΤΙ ΕΝ ΗΜΕΡΑ ΚΡΙΣΕΩΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ ΧΙΛΙΟΙ ΗΛΙΟΙ.. ΕΝΩ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΘΑΡΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΣΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΦΡΑΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ.. Ο ΜΟΝΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΕ ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΙΧΟΥΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ!!!.. ΣΕΒΩΜΕΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΔΕΣΠΟΤΑ.. ΔΙ΄ΗΜΑΣ ΣΕΙΣ ΕΙΣΘΕ Ο ΗΜΕΤΕΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΘΕΙΣ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΩΝ ΑΥΤΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ.. ΕΝ ΤΑΙΣ ΚΑΡΔΙΑΙΣ ΗΜΩΝ!!! ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΑΠΕΒΛΗΘΗ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΞΕΜΑΝΗΣΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΞΙΑΣ ΑΥΤΟΥ.. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΙΩΝΩΝ ΑΜΗΝ!!!.. ΤΗΝ ΕΥΧΗΝ ΣΑΣ ΔΕΣΠΟΤΑ ΑΓΙΕ!!!ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ 25 Οκτ 2023 - 21:26 ΜΙΑ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΙΤΛΟΥ.. ΕΤΣΙ ΗΔΗ ΕΧΕΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΤΟ ΧΑΡΑΓΜΑ...!!! Καταρχήν θέλω να διευκρινίσω, ότι στις μέρες μας που στα mainstream media κυριαρχεί το ψέμα και η παραπληροφόρηση είναι τρομακτικά δύσκολο, να αναζητά κανείς την αλήθεια προσπαθώντας να αποφύγει τις παγίδες και να μην παρασυρθεί από ψεύδη και ανυπόστατες θεωρίες συνωμοσίας. Παρόλα αυτά θεωρώ, ότι είναι χρέος μας, όχι μόνο να αποκαλύπτουμε την αλήθεια αλλά και να τη διαδίδουμε προς γνώσιν (και συμμόρφωσιν;) κάθε ενδιαφερομένου. Δόξα τω Θεώ και στην εποχή της πλανδημίας εδώ στην Τρικλοποδιά τόσο οι αρθρογράφοι όσο και ο διαχειριστής κάνοντας την έρευνά μας και ακολουθώντας το ένστικτό μας κατορθώσαμε να κατευθύνουμε σωστά τους αναγνώστες και να επιβεβαιωθούμε έστω και εκ των υστέρων σε όλα. Επομένως το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε και στο θέμα των ταυτοτήτων. Στις 7/9/23 κατόπιν συγκλινουσών πληροφοριών, που είχα από διαφορετικές πηγές, έγραφα: ΜΙΑ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ : ΧΑΡΑΓΜΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ;;; Και τώρα έρχομαι, όχι μόνο να επιβεβαιώσω για μιαν ακόμη φορά το παραπάνω άρθρο αλλά και να εξηγήσω όσο το δυνατόν απλά αλλά επιστημονικά, με ποιο τρόπο γίνεται το χάραγμα στο μέτωπο του ανθρώπου μέσω της λήψης της φωτογραφίας και των βιομετρικών στοιχείων για την έκδοση της νέας ταυτότητας. Και βέβαια να ευχαριστήσω εκ των προτέρων τους αναγνώστες που με εμπιστεύονται και μου στέλνουν πληροφορίες, αν και πλέον δε γράφω πολύ συχνά και πολύ περισσότερο τον αγαπητό φίλο – αρθρογράφο Νικόλαο Σακελλαρόπουλο, που με βοήθησε στην αναζήτησή μου στέλνοντάς μου σχετικά άρθρα ή βίντεο. Η αρχή έγινε ως εξής: Αναγνώστης μου έστειλε την παρακάτω φωτό που κυκλοφορεί σε φβ και ομάδες viber χωρίς όμως περισσότερες πληροφορίες: “Η αδερφή μου πήρε βιομετρική ψηφιακή ταυτότητα στην Ρουμανία. Πριν την παραλάβει, πέρασε από βιομετρικές διαδικασίες ταυτοποίησης, την τράβηξαν φωτογραφία λέιζερ και πήραν τα δακτυλικά της αποτυπώματα μέσω σκαναρίσματος χεριού. Μετά από 18 ώρες αισθανόταν ένα ελαφρό κάψιμο στο μέτωπο, ψάχνοντας καταλήξαμε σε ένα εργαστήριο τεχνολογίας υψηλής εξειδίκευσης και ρίχνοντας πάνω στο μέτωπο της υψηλή δέσμη ακτινοβολίας, είδαμε να διαγράφετε ένας σειριακός αριθμός γραμμωτού κώδικα, τον ίδιο αριθμό που ανέγραφε και η βιομετρική ψηφιακή ταυτότητα της. Από ότι μάθαμε, ένα τέτοιο σημάδι θα ακτινοβολεί στο μέτωπο όλων όσων θα λάβουν την ψηφιακή βιομετρική ταυτότητα (σφραγίδα). Ούτε η παγκόσμια κυβέρνηση ούτε ο ίδιος ο Αντίχριστος θα ανακηρύξουν όλους τους ανθρώπους δικούς τους μέχρι να εδραιώσουν την πλήρη εξουσία τους , και κανείς δεν θα δηλώσει ανοιχτά ότι θα εφαρμόσει τη σφράγιση. Επομένως, μην περιμένετε να σας καλέσουν να σφραγιστείτε, γιατί λέγεται: “Όσοι έλαβαν τη σφραγίδα θα τον προσκυνήσουν.” Ο καθηγητής του εργαστηρίου μας ενημέρωσε τα παρακάτω: Αυτό που έχει η αδερφή σου είναι ισοτοπική σήμανση (chipping). Είναι η πιο επικίνδυνη μορφή προσωπικών ετικετών μεταξύ όλων των μορφών ηλεκτρονικής επισήμανσης. Αυτά είναι ηλεκτρικά αγώγιμα νανoσωματίδια που εισάγονται στον κώδικα DΝΑ, δηλαδή στο σώμα της για πάντα. Είναι ένα τσιπ τελευταίας τεχνολογίας, με δυνατότητές που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερες από εκείνες των προηγούμενων τσιπ. Το νέο τσιπ μπορεί να εμφυτευτεί με την εφαρμογή λέιζερ σαν ένα αόρατο τατουάζ στο δέρμα ενός ανθρώπου.“ …………………………………………………………………………………………………. Και βέβαια οι περισσότεροι ή θα το κατάπιναν αμάσητο ή θα το προσπερνούσαν θεωρώντας το άλλη μια θεωρία συνωμοσίας, όπως αυτές που κυκλοφορούν σε διαδίκτυο και φβ. Όχι όμως η αφεντιά μου! Κατόπιν αναζήτησης λοιπόν έλαβα το παρακάτω βίντεο (ρωσικό με αγγλικούς υπότιτλους), το οποίο περιγράφει, τι ακριβώς είναι η ισοτοπική (επι)σήμανση. Ο τίτλος μάλιστα του βίντεο είναι: “Isotopic trace masquerading as a biometric”, δηλ. “Η ισοτοπική σήμανση μασκαρεύτηκε ως βιομετρία”… https://www.facebook.com/100014918025949/videos/650787960519946 Αναφέρω ενδεικτικά τα κυριότερα σημεία του βίντεο, συνιστώ όμως να το δείτε ολόκληρο: “Η ΙΣΟΤΟΠΙΚΗ ΣΗΜΑΝΣΗ είναι μια μορφή ηλεκτρονικού τσιπαρίσματος και μάλιστα η πιο επικίνδυνη από αυτές. Βασίζεται σε ηλεκτρικά αγώγιμα νανοσωματίδια που “χτίζονται” (ενσωματώνονται) στο DNA σας. Αυτά είναι τα βιομετρικά σας στοιχεία. Και αυτό το πρόγραμμα αρχίζει να απορροφά εντελώς ένα πρόσωπο καταστρέφοντάς το και ενσωματώνοντάς το ολοκληρωτικά μέσα σε 8 με 12 μήνες!!! Αυτό είναι ένα ηλεκτρονικό chip νέας γενιάς. Οι δυνατότητες αυτού του chip σε σύγκριση με τα συμβατικά είναι οι εξής: * Το νέο chip μπορεί να δημιουργηθεί φτιάχνοντας ένα τατουάζ λέιζερ στο ανθρώπινο δέρμα. * Δε χρειάζεται να τροφοδοτείται από πηγή ενέργειας, γιατί αποτελείται από ζωντανά κύτταρα που λειτουργούν φυσιολογικά. * Εφαρμόζεται χρησιμοποιώντας γραμμωτό κώδικα. * Δεν είναι ορατό στο μάτι αλλά μπορεί να αναγνωριστεί από το σκάνερ. * Και βέβαια είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να αφαιρεθεί και να χαθεί η σύνδεση με αυτούς που θα σας ελέγχουν! Που είναι ποιοι; Μα οι κινούντες τα νήματα στον πλανήτη με την αγαστή συνεργασία βεβαίως βεβαίως του ΘΗΡΙΟΥ των Βρυξελλών ή αλλιώς BEAST: Η διαδικασία έχει ως εξής: Αυτός ο γραμμωτός κώδικας που τοποθετείται με λέιζερ με την τεχνική της ισοτοπικής επισήμανσης αναγνωρίζει ένα μοναδικό αλγόριθμο από την εγκεφαλική λειτουργία του ατόμου (με τη βοήθεια των αισθητήριων νεύρων του δέρματος) και μέσω του δικτύου των δορυφόρων τον μεταβιβάζει στο ΘΗΡΙΟ!!! Μάλιστα τα νανοσωματίδια που εισάγονται στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω της ισοτοπικής σήμανσης μπορούν, να ελέγχονται από ψυχοτρονικούς πύργους, πράγμα που σημαίνει, ότι πλέον οι επικυρίαρχοι του πλανήτη θα είναι σε θέση, να ελέγξουν και την ανθρώπινη συμπεριφορά των σφραγισμένων!!! Η εφαρμογή γραμμωτού κώδικα με λέιζερ που σαρώνει την εικόνα ενός ανθρώπινου προσώπου για την παραγωγή βιομετρικών εγγράφων είναι ο πιο βολικός τρόπος για να επιλύσουν οι αρχές (κυβέρνηση, αστυνομία…) αθόρυβα, γρήγορα και ανώδυνα το πρόβλημα της ταυτοποίησης του πληθυσμού. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο προγράμματα ισοτοπικής σήμανσης με λέιζερ στον κόσμο. Τα νέα βιομετρικά διαβατήρια τα χρησιμοποιούν υπό το πρόσχημα της ψηφιακής σάρωσης του προσώπου ενός ατόμου. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αν και τα βιομετρικά δεδομένα αλλάζουν στη διαδικασία ανάπτυξης και σχηματισμού του κρανίου, ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ να επαναληφθεί η διαδικασία, όταν ο άνθρωπος μεγαλώσει!!!” Εν ολίγοις, παίδες, ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΒΙΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ή και στο χέρι) το ΧΑΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ με το οποίο ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΡΙΘΜΟ (ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΩΤΟ ΚΩΔΙΚΑ 666) αόρατο δια γυμνού οφθαλμού αλλά ορατό με ειδικό φως και ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ μόλις καταργηθούν και τα μετρητά και επέλθει το απόλυτο χάος (μέσω κραχ, πολέμου, απόλυτης καταστροφής) ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ, ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ κλπ. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Είμαστε σίγουροι, ότι η ισοτοπική σήμανση είναι ο τρόπος λήψης βιομετρικών δεδομένων κατά τη φωτογράφιση για τη νέα ταυτότητα; Γνωρίζουμε τα εξής και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του: Αυτή είναι η φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται. Μου την έστειλαν με την εξής σημείωση: “Δεν μοιάζει σαν φωτογραφική; Όμως δεν είναι! Ο χειρισμός της απαιτεί γνώση λέιζερ.” Μάλιστα οι ίδιοι οι αστυνομικοί, στους οποίους έχει ανατεθεί αυτό το έργο παραδέχονται τη χρήση λέιζερ και ότι έκαναν σεμινάρια για να μάθουν τον τρόπο χρήσης της μηχανής αυτής. Καλά, από πότε έγινε επιστήμη η λήψη μιας φωτογραφίας; Και βέβαια κανείς δεν αρνείται τη λήψη βιομετρικών δεδομένων! Ενώ στην παρακάτω φωτογραφία βλέπετε τη μηχανή που εφαρμόζει την ισοτοπική σήμανση με λέιζερ: 2. Γνωρίζουν οι αστυνομικοί τι ακριβώς κάνουν; Όχι βέβαια! Γνώριζαν οι γιατροί κατά τη διάρκεια της πλανδημίας, ότι με τα εμφόλια και τα πρwτόκολλα θ@νάτου skotwnan κόσμο; 3. Ναι αλλά μπορεί κάποιος να πάει σε φωτογράφο, για να βγάλει τη φωτογραφία για τη νέα ταυτότητα! Δεν είναι υποχρεωτικό να τη βγάλει στην αστυνομία… α. Ελάχιστοι θα προτιμήσουν, να πληρώσουν δύο φορές για την ίδια δουλειά, έστω και αυτό το δεκάευρω. β. Πληροφορίες που έχω, λένε, ότι σε όποιον πηγαίνει στην αστυνομία με φωτό από φωτογράφο, του βρίσκουν μια δικαιολογία και του ξαναβγάζουν στο τμήμα. 4. Η κυβέρνηση διατείνεται, ότι οι νέες ταυτότητες είναι υψίστης ασφαλείας ενώ οι χάκερ λένε, ότι χακάρονται σε μισή ωρίτσα. Τι ακριβώς ισχύει; Άποψή μου, ότι οι νέες ταυτότητες και βέβαια μπορούν να χακαριστούν, επομένως η πολυδιαφημιζόμενη “ασφάλειά” τους είναι ιστορίες για αγρίους. Εκείνο όμως που είναι ανεξίτηλο και μάλιστα ενσωματώνεται στο DNA του ανθρώπου είναι το ΧΑΡΑΓΜΑ, που λαμβάνει κάποιος με τη νέα ταυτότητα με τον παραπάνω τρόπο τσιπαρίσματος που περιγράφτηκε, επομένως ο άνθρωπος πλέον ταυτοποιείται άπαξ και δια παντός!!! 5. Διαβατήρια με βιομετρικά δεδομένα έβγαιναν και στο παρελθόν. Όσοι δηλ. έχουν λάβει τέτοια είναι τσιπαρισμένοι; Θεωρώ πως όχι! Υπήρχαν και άλλοι τρόποι λήψης βιομετρικών δεδομένων, που όμως εμπεριείχαν ποσοστό σφάλματος. Δείτε εδώ: https://www.secnews.gr/347702/facial-recognition-osa-prepei-na-kserete-gia-tin-anagnorisi-prosopoy/ Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο στα μειονεκτήματα της λήψης βιομετρικών δεδομένων με παλαιότερους τρόπους περιλαμβάνονται ΚΑΙ τα εξής: Η τεχνολογία είναι ατελής… Θα μπορούσαν να κατηγορηθούν αθώα άτομα ως εγκληματίες… Η τεχνολογία μπορεί να «ξεγελαστεί»… Τα παραπάνω καθιστούν σαφές, ότι οι προηγούμενες μέθοδοι δεν ήταν 100% ασφαλείς! Μόνο με την αναγραφή ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ κάθε ανθρώπου (μέσω γραμμωτού κώδικα) θα εξαλειφθεί παντελώς το περιθώριο λάθους! 5. Από διάφορες πηγές έχουμε την πληροφορία, ότι “το μισό σφράγισμα βρίσκεται στο εμβόλιο και το άλλο μισό στην ταυτότητα”. Μάλιστα ο πνευματικός φίλου του είπε, ότι: “Θα σου βγάζει φωτό η αστυνομία, για όσους δεχθούν την ταυτότητα, και με “καλλιτεχνικό” τρόπο θα σου εμφυτεύεται στο μέτωπο ένα νανο-τσιπάκι. Το “ωραίο” είναι, ότι αυτό για να “κολλήσει” στο μέτωπο θα πρέπει να έχεις κάνει το εμβόλιο… Δε θα πιάνει στους ανεμβολίαστους. σημειωση Ομολογιας.. εδω ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣΕΞΑΤΕ ΤΟ ΑΥΤΟ ΠΟΛΥ.. ΟΤΙ Η ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΚΟΜΗ ΤΟ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΝ χξς 666... ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΑΝΩΜΑΣΤΕ.. συνεχεια του αρθρου... Να γιατί το εμβόλιο αποτελεί βήμα του χαράγματος… Ουσιαστικά, χάραγμα…” Αυτό σημαίνει, ότι θα υπάρχει κάποιου είδους αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ισοτοπική σήμανση με λέιζερ και σε κάποιο συστατικό του εμβολίου. Για να είμαι ειλικρινής, αυτόν το γρίφο δεν έχω καταφέρει, να τον λύσω. Έχω όμως μια υποψία, ότι ίσως το οξείδιο του γραφενίου που έχει εισαχθεί στον οργανισμό μέσω του εμβολίου, μπορεί με την επίδραση της ακτίνας λέιζερ της ισοτοπικής σήμανσης, να μπει σε τέτοια διάταξη, ώστε να σχηματίσει στο μέτωπο του ανθρώπου το μοναδικό αριθμό. Σε αυτό συνηγορεί και το παρακάτω άρθρο που μου έστειλε ο Νικόλαος Σακελλαρόπουλος κατόπιν σχετικής συζήτησης που είχαμε: https://www.nature.com/articles/s41596-019-0205-z Το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ εξηγεί, ότι για λόγους βιολογικής ιχνηλάτησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ισοτοπική σήμανση νανοϋλικών μετάλλου/οξειδίου μετάλλου (επομένως ΚΑΙ του οξειδίου του γραφενίου!!!!!) Κλείνοντας θα αφήσω, όπως πάντα τον καθένα να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και είτε να ενστερνιστεί είτε να απορρίψει τα παραπάνω και την προσωπική μου άποψη. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι: Στους έσχατους καιρούς που διανύουμε, η κάθε νέα τεχνολογική ανακάλυψη χρησιμοποιείται δυστυχώς μόνο για το κακό της ανθρωπότητας και συγκεκριμένα για να υποδουλώσει το πλάσμα του Δημιουργού στον εχθρό του ανθρωπίνου γένους, του οποίου η παγκόσμια δικτατορία, που θα είναι η χειρότερη φυλακή -και μάλιστα ψηφιακή- που έχει υπάρξει ποτέ, στήνεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή… Επομένως προσέχουμε, για να έχουμε… Φιλιά πολλά… Ει ο Θεός μεθ΄ ημών ουδείς καθ΄ ημών… ΥΓ1. Και τι ωραία παραπλανά ο Αντίχριστος συνεχώς τον άνθρωπο μέχρι την τελική υποδούλωσή του: Τη μία με το εμβόλιο που δεν ήταν εμβόλιο… Την άλλη με τη φωτογραφία που θα είναι χάραγμα… Και ενώ όλοι θα περιμένουν, να τους καλέσουν, να εμφυτεύσουν το τσιπάκι στο χέρι και τότε να αρνηθούν και να δώσουν ομολογία πίστεως, θα είναι ήδη χαραγμένοι και δε θα το έχουν πάρει χαμπάρι… ΥΓ2. Και να πώς επιβεβαιώνεται και η προφητεία του αγίου παιδός Οτρόκ Βιάτσεσλαβ, που είχε πει: «Ακόμα κι αν ένα τέτοιο άτομο (σφραγισμένο) προσπαθήσει να ξεφορτωθεί αυτά τα εξάρια και να κόψει το χέρι του, τα εξάρια θα εμφανιστούν πάλι ως δια μαγείας. Και τότε, κι αν ακόμα κόψει κανείς έναν τέτοιον άνθρωπο σε κομμάτια, σε κάθε κομμάτι θα εμφανιστούν πάλι τρία εξάρια». Και… Ακόμη και πριν από την εμφάνιση του Αντιχρίστου, οι αστυνομικές αρχές θα αρχίσουν να εκδίδουν Παγκόσμια διαβατήρια και θα σφραγίζουν με λέιζερ τους ανθρώπους. ΥΓ3. ΟΦΕΙΛΩ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟ, ΑΦΟΥ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ. ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ.. ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ.. ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΟΝΕΣΑΝΤΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΥΤΟΥ.. ΑΛΛΑ.. ΕΧΩΜΕ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ.. ΩΣΤΕ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ.. ΝΑ ΑΝΑΜΕΤΑΔΙΔΟΥΜΕ.. ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΛΛΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΜΕΣΟΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ.. ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ.. ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ.. ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΣΟΒΑΡΟ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΧΡΟΝΟ.. ΘΕΜΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.. ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΕΣ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΙ.. ΝΥΚΤΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑ.. ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ.. ΤΟ ΚΟΣΜΟ.. ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΗ ΚΤΙΣΗ.. ΚΑΙ ΛΑΒΕΤΕ ΣΟΒΑΡΩΤΑΤΑ ΥΠ' ΟΨΙΝ.. ΟΤΙ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΘΑ ΙΣΧΥΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ.. 5G/6G.. ΔΙΑ ΤΩΝ ΔΟΡΥΦΟΡΩΝ.. ΚΕΡΑΙΩΝ.. ΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ ''SMART'' KAI ''I'' ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ''Α.Ι.'' ΚΑΙ ΤΟ Ι.ο.Τ ΣΥΣΤΗΜΑ.. ΑΓΡΥΠΝΕΙΤΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΑΔΕΛΦΟΙ!!! MHN ΔΙΑΛΕΙΠΟΥΜΕ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΜΑΣΤΕ ΑΔΕΛΦΟΙ.. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ.. ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ!!.. ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ.. ΑΓΡΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΝΗΠΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ..

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΞΙΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΟΝΙΚΟΛΑΙΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΕΚΟΝΤΕΣ-ΑΚΟΝΤΕΣ ΤΗΝ EΚΣΟΔΟΜΙΣΗ TO...

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ.. ΖΗΤΩ Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ..